Titular είναι ουσιαστικό και επίθετο στην ισπανική γλώσσα.
Φωνητική μεταγραφή: /ti.tuˈlaɾ/
Η λέξη titular χρησιμοποιείται για να υποδηλώσει τον τίτλο ή τη θέση κάποιου, συχνά αναφερόμενη σε θέσεις εξουσίας ή τοποθεσίες εργασίας. Στην οικονομία, την νομική ή την χημεία, χρησιμοποιείται για να αναφερθεί σε κύριους κατόχους δικαιωμάτων ή θέσεων. Η συχνότητα χρήσης του είναι υψηλή και είναι πιο συνήθως συναντώμενη σε γραπτό κείμενο παρά στον προφορικό λόγο.
El titular de la cuenta debe firmar el documento.
(Ο κάτοχος του λογαριασμού πρέπει να υπογράψει το έγγραφο.)
El titular de la noticia captó la atención de muchos.
(Ο τίτλος της είδησης τράβηξε την προσοχή πολλών.)
Η λέξη titular χρησιμοποιείται και σε αρκετές ιδιωματικές εκφράσεις στην ισπανική γλώσσα:
El titular de derechos debe ser compensado por el uso de su obra.
(Ο κάτοχος δικαιωμάτων πρέπει να αποζημιωθεί για τη χρήση του έργου του.)
Titular de un proyecto
(Κάτοχος ενός έργου)
El titular de un proyecto es responsable de su éxito.
(Ο κάτοχος ενός έργου είναι υπεύθυνος για την επιτυχία του.)
Titular de la propiedad
(Κάτοχος της ιδιοκτησίας)
El titular de la propiedad tiene derechos exclusivos sobre el bien.
(Ο κάτοχος της ιδιοκτησίας έχει αποκλειστικά δικαιώματα επί του αγαθού.)
Título titular
(Κεντρικός τίτλος)
Η λέξη titular προέρχεται από το λατινικό titulus, που σημαίνει "τίτλος". Αυτή η ρίζα διατηρεί τη σημασία που σχετίζεται με τον τίτλο ή την επωνυμία.