Titularidad: ουσιαστικό
/ti.tuˈla.ɾi.ðað/
Η λέξη titularidad αναφέρεται στη νομιμοποιημένη ιδιοκτησία ή κατοχή. Χρησιμοποιείται συχνά σε νομικά και διοικητικά κείμενα, περιγράφοντας ποιος κατέχει το δικαίωμα ή τον τίτλο σε μια συγκεκριμένη ιδιοκτησία, σύμβαση ή περιουσία.
Η συχνότητα χρήσης της λέξης είναι υψηλή στο γραπτό πλαίσιο, κυρίως σε νομικά έγγραφα, ενώ χρησιμοποιείται λιγότερο στον προφορικό λόγο.
Η ιδιοκτησία της περιουσίας ανήκει στους κληρονόμους.
Debemos verificar la titularidad del contrato antes de firmar.
Πρέπει να επιβεβαιώσουμε την κατοχή της σύμβασης πριν υπογράψουμε.
La titularidad de la cuenta bancaria es fundamental para acceder a los fondos.
Η λέξη titularidad μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις:
Η ιδιοκτησία των δικαιωμάτων είναι ένα περίπλοκο θέμα στον νομικό τομέα.
Para reclamar la titularidad de un bien, se requiere documentación específica.
Για να διεκδικήσετε την κατοχή ενός αγαθού, απαιτείται ειδική τεκμηρίωση.
La falta de titularidad clara puede resultar en disputas legales.
Η έλλειψη καθαρού τίτλου μπορεί να οδηγήσει σε νομικές διαμάχες.
Las escrituras son fundamentales para establecer la titularidad de la propiedad.
Οι τίτλοι είναι θεμελιώδεις για να αποδειχθεί η ιδιοκτησία της περιουσίας.
La titularidad de un negocio tiene implicaciones fiscales importantes.
Η λέξη titularidad προέρχεται από το λατινικό "titulus", που σημαίνει "τίτλος" και το επίθημα "-idad", που δείχνει ποιότητα ή κατάσταση. Συνεπώς, η titularidad αναφέρεται στην κατάσταση του να είναι κάποιος τίτλος ή ιδιοκτήτης.
Συνώνυμα: - Propiedad (περιουσία) - Derechos (δικαιώματα)
Αντώνυμα: - Desposesión (αφαίρεση ιδιοκτησίας) - Indefinición (αοριστία)