Η λέξη "toalla" είναι ουσιαστικό θηλυκού γένους.
Η φωνητική μεταγραφή της λέξης "toalla" με χρήση διεθνούς φωνητικού αλφαβήτου είναι /toˈaʝa/.
Η λέξη "toalla" αναφέρεται σε ένα κομμάτι υφάσματος που χρησιμοποιείται κυρίως για να στεγνώνει το σώμα μετά από το μπάνιο ή όταν πλένονται χέρια και πρόσωπο. Στα Ισπανικά, η λέξη χρησιμοποιείται συχνά και στον προφορικό λόγο, καθώς οι πετσέτες είναι αντικείμενα καθημερινής χρήσης.
Σκούπισα τον εαυτό μου με μια πετσέτα μετά το ντους.
Voy a comprar una toalla nueva para la playa.
Θα αγοράσω μια νέα πετσέτα για την παραλία.
Por favor, pasa la toalla.
Η λέξη "toalla" δεν έχει πολλές καθιερωμένες ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να αναφέρεται συμβολικά σε ιδέες ή καταστάσεις που σχετίζονται με την υγιεινή ή την οικιακή ζωή.
No voy a tirar la toalla, seguiré intentándolo.
Pasar la toalla.
Η λέξη "toalla" προέρχεται από το αραβικό "ṭawā'ah" (طَوَاعَة) που σημαίνει "σεντόνι", και αυτό καταδεικνύει την ιστορική χρήση υφασμάτων για να στεγνώνουν ή να καλύπτουν.
Συνώνυμα: - Paño (πανί) - Servilleta (χαρτοπετσέτα) — αν και έχει πιο συγκεκριμένη σημασία.
Αντώνυμα: - Δεν υπάρχουν ακριβή αντώνυμα για τη λέξη "toalla", καθώς αναφέρεται σε συγκεκριμένο αντικείμενο χρήσης. Ωστόσο, θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν λέξεις που αναφέρονται σε υγρούς ή ακατάστατους παράγοντες, όπως: - Agua (νερό) — ειδικά στο πλαίσιο της στεγνώματος.