Η λέξη "tobillo" είναι ουσιαστικό.
Η φωνητική μεταγραφή της λέξης "tobillo" σύμφωνα με το διεθνές φωνητικό αλφάβητο (IPA) είναι: [toˈbiʎo].
Η λέξη "tobillo" σημαίνει "αστράγαλος" και αναφέρεται στην άρθρωση που συνδέει το πόδι με το πόδι στα ακραία τμήματα του κάτω άκρου. Χρησιμοποιείται συχνά στον ιατρικό τομέα, αλλά είναι και κοινός όρος στην καθημερινή ομιλία. Ως όρος, έχει μέτρια έως μεγάλη συχνότητα χρήσης και χρησιμοποιείται περισσότερο στον προφορικό λόγο.
Έστριψα τον αστράγαλό μου ενώ έπαιζα ποδόσφαιρο.
El doctor me recomendó ejercicios para fortalecer el tobillo.
Ο γιατρός μου συνέστησε ασκήσεις για να ενδυναμώσω τον αστράγαλό μου.
Tengo dolor en el tobillo desde la semana pasada.
Η λέξη "tobillo" δεν χρησιμοποιείται σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά υπάρχουν μερικές χρήσιμες εκφράσεις όπως:
Έπεσα και έχω στραβωμένο αστράγαλo.
Hacer un esguince en el tobillo (Πάθω διάστρεμμα στον αστράγαλο)
Έπαθα διάστρεμμα στον αστράγαλό μου τρέχοντας.
Caer sobre el tobillo (Πέφτω πάνω στον αστράγαλο)
Η λέξη "tobillo" προέρχεται από το αρχαίο ισπανικό "tobillo," που με τη σειρά του έχει σύνδεση με την ιταλική "caviglia" και τη λατινική λέξη "caviulus," που σημαίνει "μικρός καμπύλος."
"articulación del tobillo" (άρθρωση του αστραγάλου)
Αντώνυμα:
Αυτή είναι η πληροφορία που συνδέεται με τη λέξη "tobillo" σε διάφορες πτυχές της χρήσης και της σημασίας της.