toca - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

toca (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου: ρήμα

Φωνητική μεταγραφή: /ˈtoka/

Επιλογές μετάφρασης:

Σημασία:

Το "toca" στα Ισπανικά χρησιμοποιείται ως ρήμα για να εκφράσει το παίζω, ακουμπάω, χτυπάω, αγγίζω ή φτάνω. Χρησιμοποιείται τόσο στον προφορικό όσο και στο γραπτό λόγο.

Παραδειγματικές προτάσεις: 1. No toca la comida, por favor. (Μην αγγίζεις το φαγητό, παρακαλώ.) 2. Toca la puerta antes de entrar. (Χτύπα την πόρτα πριν μπεις.)

Ιδιωματικές εκφράσεις:

  1. Hacer cosquillas a alguien hasta que le toque la ropa interior: Πληροφορίες που άρχισαν να κάνουν κάποιον να αισθάνεται δυσάρεστα ή ντροπαλά.
  2. ¡Tócala otra vez, Sam!: Διάσημη φράση από την ταινία Casablanca, που σημαίνει "Παίξτο πάλι, Σαμ!".

Ετυμολογία:

Από το λατινικό ρήμα "tangere".

Συνώνυμα:

Αντώνυμα:



3