Tocado είναι ουσιαστικό.
Φωνητική μεταγραφή με χρήση διεθνούς φωνητικού αλφάβητου: /toˈkaðo/
Η λέξη "tocado" αναφέρεται σε ένα είδος αξεσουάρ που φοριέται στο κεφάλι, όπως είναι ένα καπέλο, ένα στεφάνι ή οποιοδήποτε άλλο διακοσμητικό αντικείμενο που τοποθετείται στο κεφάλι. Στην ισπανική γλώσσα, το "tocado" χρησιμοποιείται συχνά στον τομέα της μόδας και της διακόσμησης, ειδικά σε περιπτώσεις που σχετίζονται με γάμους και επίσημες εκδηλώσεις.
Η συχνότητα χρήσης του "tocado" είναι αρκετά υψηλή σε γραπτό πλαίσιο, ενώ μπορεί να χρησιμοποιείται και στον προφορικό λόγο, ιδιαίτερα σε συζητήσεις που αφορούν εκδηλώσεις ή μόδα.
(Η νύφη φορούσε ένα πολύ κομψό στεφάνι στην τελετή.)
El tocado de plumas era el centro de atención en la fiesta.
(Το στεφάνι με τα φτερά ήταν το κέντρο προσοχής στη γιορτή.)
Ella eligió un tocado sencillo para el evento.
Αν και το "tocado" μπορεί να μην είναι μέρος πολλών γνωστών ιδιωματικών εκφράσεων, υπάρχουν κάποιες χρήσεις του σε συγκεκριμένα συμφραζόμενα:
(Το να φοράς ένα στεφάνι στο κεφάλι είναι σημάδι κομψότητας.)
El tocado representa la cultura y tradición de la región.
(Το στεφάνι αντιπροσωπεύει τον πολιτισμό και την παράδοση της περιοχής.)
En la boda, todos admiraban el tocado de la novia.
(Στο γάμο, όλοι θαύμαζαν το στεφάνι της νύφης.)
A veces, las mujeres usan tocados para destacar en eventos formales.
Η λέξη "tocado" προέρχεται από το ρήμα "tocar", που σημαίνει "να αγγίξεις". Είναι συνδεδεμένη με την έννοια του "αγγίγματος" ή "φοράς" κάτι στο κεφάλι.
Συνώνυμα: - Adorno de cabeza (Αξεσουάρ κεφαλής) - Sombrero (Καπέλο)
Αντώνυμα: - Despojado (Άδυτο) - Despejado (Αφαίρεση, χωρίς αξεσουάρ)
Αυτές οι πληροφορίες προσφέρουν μια ολοκληρωμένη εικόνα για τη λέξη "tocado".