Η λέξη "tocar" στη γλώσσα Ισπανικά σημαίνει "να αγγίξω", "να παίξω" (έναν μουσικό όργανο) ή "να χτυπήσω". Είναι ένα πολύ κοινό ρήμα στην ισπανική γλώσσα που χρησιμοποιείται συχνά και στις δύο περιπτώσεις: στον προφορικό και στο γραπτό λόγο. Η συχνότητα χρήσης του είναι υψηλή, δεδομένου ότι υπάρχουν πολλές καταστάσεις όπου μπορεί να χρειαστεί να αναφερθεί η δράση του αγγίγματος ή της μουσικής εκτέλεσης.
Μετάφραση: Θα παίξω κιθάρα απόψε.
No debes tocar ese botón.
Μετάφραση: Δεν πρέπει να αγγίξεις αυτό το κουμπί.
Ella quiere tocar en el concierto del próximo mes.
Η λέξη "tocar" χρησιμοποιείται σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις στην ισπανική γλώσσα. Ακολουθούν μερικές από αυτές:
Σημασία: Να νιώσεις πολύ χαρούμενος ή ικανοποιημένος.
Tocar madera.
Σημασία: Να λες κάτι και να κάνεις τον σταυρό σου για να μην φέρεις γρουσουζιά.
Tocar fondo.
Σημασία: Να φτάσεις σε μια κατάσταση απόλυτης απελπισίας.
Tocar temas delicados.
Σημασία: Να συζητάς ή να αναπτύσσεις δύσκολα ή ευαίσθητα θέματα.
Tocar las narices.
Η λέξη "tocar" προέρχεται από το λατινικό "tocare", το οποίο επίσης σημαίνει "να αγγίξω".
Συνώνυμα: - Acariciar (να χαϊδέψω) - Golpear (να χτυπήσω) - Manipular (να χειριστώ)
Αντώνυμα: - Dejar (να αφήνω) - Rechazar (να απορρίψω)
Αυτές οι πληροφορίες καθιστούν το "tocar" μια πολύπλευρη και σημαντική λέξη στην ισπανική γλώσσα.