Ρήμα
/tokar.se/
Το "tocarse" είναι ένα ανακλαστικό ρήμα στα Ισπανικά που σημαίνει «να αγγίζεις τον εαυτό σου» ή «να πειράζεις». Χρησιμοποιείται σε διάφορα πλαίσια, συνήθως σε αναφορές στις σωματικές επαφές ή στις συναισθηματικές καταστάσεις. Είναι πολύ συνηθισμένο στην καθημερινή ομιλία, καθώς και σε γραπτό κείμενο, αλλά συναντάται περισσότερο στον προφορικό λόγο.
Αγγίζω το πρόσωπό μου όταν νιώθω αμηχανία.
No debes tocarte la cara durante la pandemia.
Δεν πρέπει να αγγίζεις το πρόσωπό σου κατά τη διάρκεια της πανδημίας.
Él se toca el cabello cuando está nervioso.
Στο ισπανικό λεξιλόγιο, το "tocarse" χρησιμοποιείται σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις:
Δεν πρέπει να πειράζεις τη μύτη σου. (Σημαίνει ότι δεν πρέπει να είσαι παθητικός ή αδρανής).
Tocarse la suerte.
Αγγίζοντας την τύχη. (Σημαίνει ότι προσπαθείς να έχεις καλή τύχη).
No se toca el tema.
Δεν αγγίζεται το θέμα. (Σημαίνει ότι δεν πρέπει να συζητηθεί ένα συγκεκριμένο θέμα).
Tocarse el bolsillo.
Αγγίζω την τσέπη μου. (Σημαίνει ότι δαπανώ χρήματα ή είμαι έτοιμος να ξοδέψω).
A veces es bueno tocarse la conciencia.
Η λέξη "tocarse" προέρχεται από το αρχαίο λατινικό "tocare", που σημαίνει «αγγίζω» ή «πιάνω». Η εξέλιξή της στη σύγχρονη ισπανική γλώσσα αντικατοπτρίζει τις αλλαγές στη χρήση και τον πολιτιστικό τρόπο σκέψης.
Συνώνυμα: - manejarse - palpar
Αντώνυμα: - dejar en paz (αφήνω ήσυχο) - despreciar (απαξιώνω)