tocayo - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

tocayo (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

tocayo: ουσιαστικό

Φωνητική μεταγραφή

/toˈka.ʝo/

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικά

Σημασία και Χρήση

Η λέξη tocayo χρησιμοποιείται στα Ισπανικά για να αναφερθεί σε ένα άτομο που φέρει το ίδιο όνομα με κάποιον άλλο. Είναι αρκετά συνηθισμένη και ενδείκνυται για κοινωνικές αλληλεπιδράσεις, καθώς η αναφορά στον "tocayo" μπορεί να δημιουργήσει έναν δεσμό μεταξύ ατόμων που έχουν το ίδιο όνομα. Η χρήση της είναι πιο συχνή στη δια ζώσης επικοινωνία, αν και μπορεί να εμφανιστεί και σε γραπτό λόγο.

Παραδειγματικές προτάσεις

  1. Mi tocayo trabaja en la misma empresa que yo.
    (Ο ομότιτλος μου εργάζεται στην ίδια επιχείρηση με μένα.)

  2. Siempre me confundo con mi tocayo cuando escucho su nombre.
    (Πάντα μπλέκομαι με τον ομότιτλο μου όταν ακούω το όνομά του.)

  3. Es divertido conocer a un tocayo, porque podemos compartir experiencias.
    (Είναι διασκεδαστικό να γνωρίζεις έναν ομότιτλο, γιατί μπορούμε να μοιραστούμε εμπειρίες.)

Ιδιωματικές εκφράσεις

Η λέξη tocayo χρησιμοποιείται σε ορισμένες ιδιωματικές εκφράσεις, αν και δεν είναι τόσο συχνές. Ωστόσο, μπορεί να παρατηρηθεί σε φράσεις που δείχνουν οικειότητα ή σύνδεση λόγω του κοινού ονόματος.

  1. "No soy solo un tocayo, somos casi hermanos."
    (Δεν είμαι μόνο ένας ομότιτλος, είμαστε σχεδόν αδερφοί.)

  2. "Cuando uno de nosotros dice su nombre, todos miran al tocayo."
    (Όταν ένας από εμάς λέει το όνομά του, όλοι κοιτούν τον ομότιτλο.)

  3. "El tocayo siempre tiene una historia interesante para contar."
    (Ο ομότιτλος πάντα έχει μια ενδιαφέρουσα ιστορία να πει.)

  4. "Me encanta que tengamos el mismo nombre, es una buena forma de ser amigos, tocayo."
    (Μου αρέσει που έχουμε το ίδιο όνομα, είναι καλή αφορμή για να γίνουμε φίλοι, ομότιτλε.)

  5. "En la fiesta, conocí a otro tocayo y nos reímos sobre nuestros nombres."
    (Στη γιορτή, γνώρισα έναν άλλο ομότιτλο και γελάσαμε για τα ονόματά μας.)

Ετυμολογία

Η λέξη tocayo προέρχεται από την ισπανική γλώσσα και προέρχεται από το αρχαίο ισπανικό "tocayo," το οποίο συνδέεται με την έννοια του "ονόματος". Αναλύεται στα δομικά στοιχεία "tocar" (να αγγίξει) και "yo" (εγώ), υπονοώντας τη σφράγιση ενός κοινού ονόματος μεταξύ δύο ατόμων.

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα: - homónimo (ομότιτλος)

Αντώνυμα: - diferente (διαφορετικός)
- extraño (ξένος)

Αυτή η λέξη, ενώ μπορεί να είναι περιορισμένη σε χρήση όσον αφορά τα συνώνυμα και αντώνυμα, ενσωματώνει ωστόσο μια σημαντική κοινωνική διάσταση στη γλώσσα των Ισπανών.



23-07-2024