Η λέξη "tocho" είναι επίθετο.
Φωνητική μεταγραφή με διεθνές φωνητικό αλφάβητο: /ˈtotʃo/
Η λέξη "tocho" χρησιμοποιείται στο Ισπανικά για να περιγράψει κάτι που είναι χοντρό ή παχύ. Χρησιμοποιείται συχνά ως χαρακτηρισμός για αντικείμενα (όπως βιβλία ή τοίχους) αλλά μπορεί να χρησιμοποιηθεί και σε μεταφορικό επίπεδο για να περιγράψει κάτι που είναι βαρετό ή μονότονο. Η συχνότητα χρήσης της είναι μεγαλύτερη στον προφορικό λόγο, ιδιαίτερα σε ομιλίες μεταξύ φίλων και νέων.
Το βιβλίο που διαβάζω είναι πολύ χοντρό.
Necesitamos un tocho de papel para el proyecto.
Χρειαζόμαστε ένα χοντρό χαρτί για το έργο.
Su discurso fue tan tocho que la gente se aburrió.
Η λέξη "tocho" μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις, κυρίως σε ανεπίσηλες συνομιλίες.
Δεν μου αρέσει να διαβάζω χοντρά βιβλία.
Me dieron un tocho sobre la historia que me pareció aburrido.
Μου έδωσαν ένα χοντρό κείμενο για την ιστορία που μου φάνηκε βαρετό.
Este trabajo es un tocho, no puedo con él.
Αυτή η δουλειά είναι βαρετή, δεν μπορώ να την αντέξω.
La película era un tocho y solo quería que terminara.
Η ταινία ήταν βαρετή και απλώς ήθελα να τελειώσει.
Tienes que reducir este tocho de texto.
Πρέπει να μειώσεις αυτό το χοντρό κείμενο.
Al final del día, el proyecto resultó ser un tocho.
Η λέξη "tocho" προέρχεται από το όρο "tocho" που χρησιμοποιείται κυρίως στην ισπανική γλώσσα και συνδέεται με το ρήμα "tocar", που σημαίνει "αγγίζω" ή "πατώ". Σημαίνει το χτύπημα ή την επαφή με κάτι που είναι χοντρό ή μεγάλο σε διάσταση.
Συνώνυμα - grueso (παχύς) - denso (αρκετά πυκνός)
Αντώνυμα - delgado (λεπτός) - fino (λεπτός, ευαίσθητος)
Αυτές οι πληροφορίες ελπίζω να σας φανούν χρήσιμες!