Tocino είναι ουσιαστικό.
/toˈθino/ (Ισπανικά)
Το "tocino" αναφέρεται συνήθως στο χοιρινό λίπος, και ενίοτε χρησιμοποιείται για να περιγράψει το μπέικον, ειδικά σε διάφορες συνταγές. Είναι μια γευστική προσθήκη σε πολλές παραδοσιακές πιάτες και χρησιμοποιείται συχνά στην μαγειρική για να προσδώσει γεύση. Η χρήση του είναι πιο κοινή στην προφορική γλώσσα, κυρίως στη μαγειρική και στο φαγητό, σε σύγκριση με το γραπτό κείμενο.
Το καπνιστό μπέικον είναι τέλειο για το πρωινό.
Me gusta agregar tocino a la ensalada para darle más sabor.
Το "tocino" δεν χρησιμοποιείται συχνά σε ιδιωματικές εκφράσεις, ωστόσο υπάρχουν κάποιες φράσεις που μπορεί να περιλαμβάνουν τη λέξη:
Ejemplo: Después de esa cena, me eché un tocino y no puedo moverme.
"Tocino y huevo" αναφέρεται σε συνδυασμό φαγητών που είναι δημοφιλέστατος στο πρωινό.
Η λέξη "tocino" προέρχεται από το λατινικό "lardum", που σημαίνει λίπος ή σαπούνι, και αρχικά χρησιμοποιήθηκε για να περιγράψει το λιπαρό μέρος του χοιρινού κρέατος.
Συνώνυμα: - panceta (πανσέτα) - lardo (λίπος)
Αντώνυμα: - magro (άπαχο κρέας) - vegetales (λαχανικά)
Αυτή η ανάλυση παρέχει μια γύρω συνοπτική εικόνα του "tocino" στη γλώσσα Ισπανικά, με χρήσιμες πληροφορίες για τη σημασία, τις χρήσεις και τις παραδοσιακές εκφράσεις.