Το "toco" είναι ένα ουσιαστικό στη γλώσσα Ισπανικά.
Η φωνητική μεταγραφή του "toco" είναι /ˈtoko/.
Η λέξη "toco" προέρχεται από το ρήμα "tocar", που σημαίνει "να αγγίζω". Χρησιμοποιείται κυρίως για να περιγράψει το άγγιγμα ή το κτύπημα. Στη γλώσσα Ισπανικά, μπορεί να αναφέρεται σε ένα φυσικό άγγιγμα ή κυριολεκτικά σε μία αίσθηση επαφής. Η συχνότητα χρήσης είναι σχετικά υψηλή, και ανήκει και σε προφορικό και γραπτό λόγο, αν και οι περιπλοκότητες του μπορεί να προτιμώνται πιο συχνά στις προφορικές συνομιλίες.
"Με ένα μόνο άγγιγμα, η μελωδία άρχισε να ακούγεται."
"El toco de su mano me dio tranquilidad."
"Το άγγιγμα του χεριού του μου έδωσε ηρεμία."
"A veces, un simple toco puede cambiar todo."
Η λέξη "toco" χρησιμοποιείται σε αρκετές ιδιωματικές εκφράσεις:
"Χτυπάω ξύλο για να μην συμβεί τίποτα κακό."
"Dar un toco"
"Είναι πάντα καλό να επισημαίνεις τα σημαντικά πράγματα."
"Toco y me voy"
"Θα κάνω μια γρήγορη δουλειά και φεύγω."
"Es un toco de atención"
Η λέξη "toco" προέρχεται από το ρήμα "tocar", το οποίο προέρχεται από τα Λατινικά "tocare" που σημαίνει "να αγγίζω".