Η λέξη "tolerancia" είναι ουσιαστικό.
/ toleˈɾanθja /
Η λέξη "tolerancia" στην ισπανική γλώσσα αναφέρεται στην ικανότητα ή τη διάθεση να αποδέχονται ή να ανέχονται συνθήκες, συμπεριφορές ή απόψεις που μπορεί να είναι διαφορετικές ή αντίθετες από τις δικές τους. Χρησιμοποιείται συχνά σε κοινωνικούς και πολιτικούς πλαίσιους για να αναφέρεται στην αποδοχή διαφορετικότητας, όπως η φυλή, η θρησκεία, η πολιτική ή η σεξουαλικότητα. Η χρήση της είναι συχνή και βρίσκει εφαρμογή τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο.
La tolerancia es fundamental en una sociedad plural.
Η ανοχή είναι θεμελιώδης σε μια πολυπολιτισμική κοινωνία.
Debemos enseñar a nuestros hijos la importancia de la tolerancia.
Πρέπει να διδάξουμε στα παιδιά μας τη σημασία της ανεκτικότητας.
Η λέξη "tolerancia" χρησιμοποιείται σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις και φράσεις. Μερικές από αυτές είναι:
Tolerancia cero
Σε μια κοινωνία donde la violencia está en aumento, se implementó una política de tolerancia cero.
Σε μια κοινωνία όπου η βία αυξάνεται, εφαρμόστηκε πολιτική μηδενικής ανοχής.
Falta de tolerancia
La falta de tolerancia puede llevar a conflictos innecesarios.
Η έλλειψη ανοχής μπορεί να οδηγήσει σε περιττές συγκρούσεις.
Promover la tolerancia
Es esencial promover la tolerancia para construir puentes entre las diferentes comunidades.
Είναι απαραίτητο να προάγουμε την ανοχή για να χτίσουμε γέφυρες μεταξύ των διαφορετικών κοινοτήτων.
Aumentar la tolerancia
Las campañas educativas pueden ayudar a aumentar la tolerancia hacia las diferencias culturales.
Οι εκπαιδευτικές καμπάνιες μπορούν να βοηθήσουν στην αύξηση της ανοχής προς τις πολιτισμικές διαφορές.
Tolerancia mutua
La relación se basa en la tolerancia mutua y el respeto.
Η σχέση βασίζεται στην αμοιβαία ανοχή και τον σεβασμό.
Η λέξη "tolerancia" προέρχεται από το λατινικό "tolerantia", το οποίο σημαίνει "αντοχή" ή "υπομονή".
Συνώνυμα:
- paciencia (υπομονή)
- aceptación (αποδοχή)
Αντώνυμα:
- intolerancia (μη ανεκτικότητα)
- rechazo (απόρριψη)