Η λέξη "tolerante" είναι επίθετο.
/foloˈɾante/
Η λέξη "tolerante" χρησιμοποιείται για να περιγράψει ένα άτομο που έχει την ικανότητα να αποδέχεται ή να σέβεται διαφορετικές απόψεις, πεποιθήσεις ή συμπεριφορές, ακόμα κι αν διαφωνεί με αυτές. Χρησιμοποιείται συχνά σε κοινωνικά ή πολιτικά πλαίσια και μπορεί να αναφέρεται επίσης σε ιατρικά θέματα, όπως η ανοχή σε φάρμακα ή θεραπείες. Η συχνότητα χρήσης είναι υψηλή, κυρίως στον προφορικό λόγο, αλλά και στο γραπτό κείμενο.
"Είναι σημαντικό να είμαστε ανεκτικοί με τις πεποιθήσεις των άλλων."
"Una mente tolerante puede contribuir a la paz social."
"Ένας ανεκτικός νους μπορεί να συμβάλει στην κοινωνική ειρήνη."
"En un mundo diverso, ser tolerante es esencial."
Η λέξη "tolerante" εμφανίζεται σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις στο ισπανικό λεξιλόγιο:
"Τα άτομα που είναι ανεκτικά στο ά stress είναι πιο παραγωγικά."
"Tolerante a la frustración"
"Η ανεκτικότητα στην απογοήτευση είναι το κλειδί για την επιτυχία."
"Tolerancia cero"
Η λέξη "tolerante" προέρχεται από το λατινικό "tolerans", που προέρχεται από το ρήμα "tolerare", το οποίο σημαίνει "υπομένω" ή "ανέχομαι".
Συνώνυμα: - Anómico (ανεκτικός) - Respetuoso (σεβαστικός)
Αντώνυμα: - Intolerante (μη ανεκτικός) - Inflexible (άκαμπτος)