Το "tolerar" είναι ρήμα.
Φωνητική μεταγραφή σύμφωνα με το διεθνές φωνητικό αλφάβητο (IPA): /to.leˈɾaɾ/
Η λέξη "tolerar" χρησιμοποιείται στη γλώσσα Ισπανικών για να εκφράσει την ικανότητα ή την πράξη του να ανέχεται κάποιος κάτι, συχνά κάποιες δυσάρεστες καταστάσεις ή συμπεριφορές. Χρησιμοποιείται αρκετά συχνά και έχει την ίδια χρησιμότητα τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο. Στην καθημερινή χρήση, συνήθως δηλώνει την υπομονή ή την αποδοχή ενάντια σε δυσκολίες ή διαφωνίες.
Δεν μπορώ να αντέξω άλλο τον θόρυβο.
Es importante tolerar diferentes opiniones.
Είναι σημαντικό να ανέχεσαι διαφορετικές απόψεις.
Tolerar las críticas es esencial para crecer.
Η λέξη "tolerar" χρησιμοποιείται επίσης σε αρκετές ιδιωματικές εκφράσεις στην ισπανική γλώσσα. Ακολουθούν ορισμένα παραδείγματα:
Δεν ανέχομαι ούτε μία τρίχα (δεν αντέχω την παραμικρή αταξία).
Tolerar con las diferencias.
Ανέχομαι τις διαφορές (είμαι ανεκτικός στις διαφορές).
Tolerar lo inaceptable.
Ανέχομαι το ανυπόφορο (δεν μπορώ να δεχτώ το απαράδεκτο).
No se puede tolerar la injusticia.
Δεν μπορεί να γίνει ανεκτή η αδικία.
Aprender a tolerar las frustraciones.
Μαθαίνουμε να αντέχουμε τις απογοητεύσεις.
Tolerar el dolor es parte del crecimiento.
Η λέξη "tolerar" προέρχεται από το λατινικό "tolerare," που σημαίνει "να αντέχεις" ή "να υπομένεις."
Συνώνυμα: - Sostener (να υποστηρίζω) - Resistir (να αντιστέκομαι) - Soportar (να υποφέρω)
Αντώνυμα: - Rechazar (να απορρίπτω) - Desestimar (να υποτιμώ) - Negar (να αρνούμαι)