tolva - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

tolva (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Η λέξη "tolva" είναι ουσιαστικό.

Φωνητική μεταγραφή

Η φωνητική μεταγραφή της λέξης "tolva" σύμφωνα με το διεθνές φωνητικό αλφάβητο είναι: /ˈtol.βa/

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Η λέξη "tolva" μεταφράζεται στα Ελληνικά ως "χοάνη" ή "δοχείο". Στα αγγλικά, η μετάφραση είναι "hopper".

Σημασία και Χρήση

Η "tolva" αναφέρεται σε ένα δοχείο ή μέσο που χρησιμοποιείται για τη μεταφορά και αποθήκευση υλικών, συχνά χρησιμοποιούμενο σε βιομηχανικές και γεωργικές διαδικασίες. Η λέξη χρησιμοποιείται συχνά σε γραπτά κείμενα που ασχολούνται με τεχνικά ή θεματικά ζητήματα. Η συχνότητα χρήσης της είναι μέτρια, καθώς έχει εξειδικευμένο περιεχόμενο.

Παραδείγματα Προτάσεων

  1. La tolva se utiliza para almacenar granos.
  2. (Η χοάνη χρησιμοποιείται για να αποθηκεύσει σιτηρά.)

  3. En la industria, la tolva facilita el transporte de materiales.

  4. (Στη βιομηχανία, η χοάνη διευκολύνει τη μεταφορά υλικών.)

  5. El agricultor revisó la tolva antes de comenzar la cosecha.

  6. (Ο αγρότης εξέτασε τη χοάνη πριν ξεκινήσει τη συγκομιδή.)

Ιδιωματικές Εκφράσεις

Η λέξη "tolva" δεν χρησιμοποιείται συχνά σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά υπάρχουν κάποιες εκφράσεις που σχετίζονται με τη λειτουργία και τη σημασία της:

  1. Hay que llenar la tolva para que funcione la máquina.
  2. (Πρέπει να γεμίσεις τη χοάνη για να λειτουργήσει η μηχανή.)

  3. Sin la tolva, no se puede transportar el material.

  4. (Χωρίς τη χοάνη, δεν μπορείς να μεταφέρεις το υλικό.)

  5. La tolva es esencial en la cadena de producción.

  6. (Η χοάνη είναι ουσιώδης στην παραγωγική διαδικασία.)

  7. Si la tolva se desborda, habrá problemas en la línea de producción.

  8. (Αν η χοάνη ξεχειλίσει, θα υπάρχουν προβλήματα στη γραμμή παραγωγής.)

Ετυμολογία

Η λέξη "tolva" προέρχεται από το ισπανικό "tolvar", που σχετίζεται με τη διαδικασία φόρτωσης ή αποθήκευσης υλικών.

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα: - Depósito (καταθέσεις, αποθήκη) - Contenedor (δοχείο)

Αντώνυμα: - Vacío (κενό) - Desperdicio (σπατάλη)



23-07-2024