Ρήμα (ή ουσιαστικό)
[toˈmaðoɾ]
Η λέξη "tomador" στα Ισπανικά αναφέρεται σε ένα πρόσωπο που παίρνει κάτι, συνήθως σε διαδικασίες που περιλαμβάνουν συναλλαγές ή συμβάσεις. Μπορεί να χρησιμοποιείται σε νομικά ή εμπορικά συμφραζόμενα για τον προσδιορισμό αυτού που ολοκληρώνει μια αγορά ή συμμετέχει σε μια συμφωνία. Η συχνότητα χρήσης της είναι αξιοσημείωτη και εμφανίζεται πιο συχνά σε γραπτά κείμενα παρά σε προφορικούς λόγους.
Ο αγοραστής αποφάσεων πρέπει να αξιολογήσει όλες τις επιλογές.
Como tomador de crédito, él tiene responsabilidades importantes.
Η λέξη "tomador" χρησιμοποιείται σε αρκετές ιδιωματικές εκφράσεις, που ενισχύουν τη σημασία της στο καθημερινό λεξιλόγιο.
Ελληνική μετάφραση: Αυτός που αναλαμβάνει ρίσκα.
Tomador de decisiones
Ελληνική μετάφραση: Αυτός που παίρνει αποφάσεις.
Tomador de agua
Η λέξη "tomador" προέρχεται από το ρήμα "tomar," που σημαίνει "να παίρνω," με την προσθήκη του επιθήματος "-dor," το οποίο υποδηλώνει κάποιον που εκτελεί την ενέργεια αυτού του ρήματος.
Συνώνυμα: - Acredor (αυτός που πιστώνει) - Comprador (αγοραστής)
Αντώνυμα: - Vendedor (πωλητής) - Donador (δωρητής)