Μέρος του λόγου: Ρήμα (της ομάδας -ar).
Φωνητική μεταγραφή: toˈmaɾ un paiˈsaχe.
Χρήση στα Ισπανικά: Η φράση "tomar un paisaje" σημαίνει "να βγάλω μια φωτογραφία ενός τοπίου". Χρησιμοποιείται κυρίως στον προφορικό λόγο, όταν κάποιος θέλει να απαθανατίσει ένα όμορφο τοπίο.
Παραδειγματικές προτάσεις: 1. Me encanta tomar un paisaje al atardecer. (Μου αρέσει να βγάζω φωτογραφίες τοπίων το απόγευμα.) 2. Siempre llevo mi cámara para tomar un paisaje natural. (Πάντα έχω μαζί μου τη φωτογραφική μηχανή μου για να βγάλω φωτογραφία ενός φυσικού τοπίου.)
Ετυμολογία: Η λέξη "tomar" προέρχεται από τα Λατινικά "tomare", που σημαίνει "να πάρω".
Συνώνυμα: sacar una foto, capturar una imagen.
Αντώνυμα: dejar, soltar.