tomarse - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

tomarse (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Το "tomarse" είναι ρήμα.

Φωνητική μεταγραφή

/somˈaɾse/

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικά

Σημασία και χρήση

Το "tomarse" σημαίνει κυριολεκτικά "να πάρει" ή "να δεχτεί κάτι". Αυτή η λέξη χρησιμοποιείται συχνά σε διάφορα συμφραζόμενα. Στην ισπανική γλώσσα, απαντάται συχνά και στις προφορικές και στις γραπτές συνομιλίες. Χρησιμοποιείται για να εκφράσει την ιδέα της λήψης κάτι (π.χ. ένα φάρμακο, χρόνο για τον εαυτό του, κλπ.) ή τη συμμετοχή σε κάποια δραστηριότητα ή διαδικασία.

Παραδείγματα προτάσεων

  1. Me voy a tomar un café.
    (Θα πάρω έναν καφέ.)

  2. Ella se toma su tiempo para estudiar.
    (Αυτή παίρνει τον χρόνο της για να μελετήσει.)

  3. Es importante tomarse un descanso después del trabajo.
    (Είναι σημαντικό να πάρεις ένα διάλειμμα μετά τη δουλειά.)

Ιδιωματικές εκφράσεις

Το "tomarse" χρησιμοποιείται σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις στα ισπανικά. Ακολουθούν ορισμένες από αυτές:

  1. Tomarse la vida en serio.
    (Να παίρνεις τη ζωή στα σοβαρά.)
    Χρησιμοποιείται για να αναφερθεί σε κάποιον που δεν υποτιμά τη ζωή του και αντιμετωπίζει τις καταστάσεις με υπευθυνότητα.

  2. Tomarse algo a pecho.
    (Να το παίρνεις κοντά στην καρδιά.)
    Χρησιμοποιείται όταν κάποιος ενθουσιάζεται ή ανησυχεί για ένα θέμα, δείχνοντας ότι το θεωρεί πολύ σημαντικό.

  3. No se lo tome a mal.
    (Μην το πάρετε στραβά.)
    Χρησιμοποιείται για να ζητήσει από κάποιον να μην προσβληθεί ή να μην παρεξηγηθεί από κάτι που έχει ειπωθεί.

  4. Tomarse un respiro.
    (Να πάρεις μια ανάσα.)
    Μια φράση που σημαίνει ότι πρέπει να ξεκουραστείς ή να κάνεις ένα διάλειμμα.

  5. Tomarse el tiempo necesario.
    (Να πάρεις τον απαραίτητο χρόνο.)
    Χρησιμοποιείται για να τονίσει την σημασία του να μην βιαστείς σε κάτι.

Ετυμολογία

Η λέξη "tomarse" προέρχεται από το ρήμα "tomar," το οποίο σημαίνει "να πάρει" και είναι καταγωγής λατινικής, από τη λέξη "sumere".

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα: - aceptar (να δεχτεί) - asumir (να αναλάβει)

Αντώνυμα: - rechazar (να απορρίψει) - soltar (να αφήσει)



22-07-2024