Το "tomo" είναι ουσιαστικό.
/ˈtomo/
Η λέξη "tomo" σημαίνει "τόμος" στα ελληνικά και χρησιμοποιείται στην ισπανική γλώσσα για να αναφερθεί σε ένα τμήμα ή ένα μέρος ενός βιβλίου που αποτελεί κομμάτι μιας σειράς ή μιας μεγάλης εργατικής παραγωγής. Ανήκει σε γενική χρήση και συναντάται κυρίως σε γραπτά κείμενα και ακαδημαϊκό λόγο. Η χρήση της είναι πιο συχνή σε επίσημα και γραπτά συμφραζόμενα.
"Este tomo de la enciclopedia es muy interesante."
"Αυτός ο τόμος της εγκυκλοπαίδειας είναι πολύ ενδιαφέρον."
"He leído el primero y segundo tomo de la serie."
"Έχω διαβάσει τον πρώτο και δεύτερο τόμο της σειράς."
"El tomo final de la novela fue muy conmovedor."
"Ο τελευταίος τόμος του μυθιστορήματος ήταν πολύ συγκινητικός."
Η λέξη "tomo" δεν είναι συχνά μέρος ιδιωματικών εκφράσεων στην ισπανική γλώσσα, αλλά υπάρχουν κάποιες περιπτώσεις που μπορεί να σχετίζεται με συγκεκριμένες φράσεις ή αναφορές σε λογοτεχνικά κείμενα.
"Tomo nota de tus sugerencias."
"Κάνω σημειώσεις στις προτάσεις σου."
"Cada tomo tiene su historia."
"Κάθε τόμος έχει τη δική του ιστορία."
"El tomo de la verdad."
"Ο τόμος της αλήθειας."
Η λέξη "tomo" προέρχεται από το Λατινικό "tomus," το οποίο σημαίνει "κομμάτι" ή "τεμάχιο."
Συνώνυμα: - volumen (τόμος) - libro (βιβλίο) σε ορισμένα συμφραζόμενα
Αντώνυμα: - no hay (δεν υπάρχει) σε κάποια συμφραζόμενα όταν αναφερόμαστε σε έλλειψη τόμου ή βιβλίου.