Η λέξη "tonel" είναι ουσιαστικό (sustantivo).
Η φωνητική μεταγραφή της λέξης "tonel" είναι [toˈnel].
Η λέξη "tonel" στα ισπανικά αναφέρεται σε μια μονάδα μέτρησης που ισοδυναμεί με έναν τόνο, εκφράζοντας συνήθως το βάρος. Επίσης χρησιμοποιείται για να περιγράψει ένα μεγάλο βαρέλι, συχνά για την αποθήκευση κρασιού ή άλλων υγρών. Η συχνότητα χρήσης της είναι μάλλον μέτρια, χρησιμοποιείται περισσότερο σε γραπτά κείμενα ή σε τεχνικές συνομιλίες.
"El tonel de vino estaba lleno."
Μετάφραση: "Το βαρέλι κρασιού ήταν γεμάτο."
"Necesitamos un tonel para almacenar el aceite."
Μετάφραση: "Χρειαζόμαστε ένα βαρέλι για να αποθηκεύσουμε το λάδι."
Η λέξη "tonel" δεν χρησιμοποιείται συχνά σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να συσχετιστεί με ορισμένες εκφράσεις σχετικές με τη μέτρηση ή τις ποσότητες.
"No tengo ni un tonel de dinero para gastar."
Μετάφραση: "Δεν έχω ούτε ένα βαρέλι γεμάτο χρήματα για να ξοδέψω."
"Ese tonel de vino es un regalo del dueño de la bodega."
Μετάφραση: "Αυτό το βαρέλι κρασιού είναι δώρο από τον ιδιοκτήτη του οινοποιείου."
Η λέξη "tonel" προέρχεται από το λατινικό "tonellus", που είναι diminutivum της λέξης "tonus", που σημαίνει "τόνος".
Συνώνυμα: - barril (βαρέλι) - tonelada (τόνος - όταν αναφέρεται σε μέτρο βάρους)
Αντώνυμα: - επισημαίνεται ότι δεν υπάρχουν άμεσα αντώνυμα επειδή η έννοια της λέξης είναι ειδική στη μέτρηση ή την αποθήκευση μεγάλων ποσοτήτων.