Ουσιαστικό (φύλο θηλυκό)
/ton.eˈla.ða/
Η λέξη "tonelada" στα Ισπανικά αναφέρεται σε μια μονάδα μέτρησης βάρους, αντίστοιχη με τον τόνο στην ελληνική γλώσσα. Χρησιμοποιείται ευρέως σε πολλές καταστάσεις, όπως στη βιομηχανία, το εμπόριο και την καθημερινή ζωή για να μετρήσει βαριά αντικείμενα ή ποσότητες. Η χρήση της είναι πιο συχνή σε γραπτό πλαίσιο, ειδικά σε επίσημες ή οικονομικές αναφορές.
El camión puede cargar hasta quince toneladas.
Το φορτηγό μπορεί να φορτώσει έως και δεκαπέντε τόνους.
La tonelada de acero ha aumentado de precio en el mercado.
Η τόνος χάλυβα έχει αυξηθεί σε τιμή στην αγορά.
Η λέξη "tonelada" χρησιμοποιείται σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις στην ισπανική γλώσσα. Ακολουθούν μερικές από αυτές:
Tener tonelada de trabajo
Έχω τόνους δουλειάς.
Significa tener mucho trabajo acumulado.
Ponerle toneladas de esfuerzo
Να βάλεις τόνους προσπάθειας.
Significa esforzarse mucho en algo.
Sacar toneladas de información
Έξτρα τόνοι πληροφοριών.
Se refiere a obtener mucha información de un lugar.
Gastar toneladas de dinero
Να ξοδέψεις τόνους χρημάτων.
Indica que se gasta mucho dinero en algo.
Cargar con toneladas de responsabilidad
Να κουβαλάς τόνους ευθύνης.
Significa tener muchas responsabilidades sobre los hombros.
Η λέξη "tonelada" προέρχεται από την ισπανική λέξη "tonel", που σημαίνει "τόνος", που είναι μια μονάδα μέτρησης του βάρους, με ρίζες σε αρχαίες γλώσσες όπως τα λατινικά και τα ελληνικά.