Η λέξη tono είναι ουσιαστικό.
Η φωνητική μεταγραφή της λέξης tono στο διεθνές φωνητικό αλφάβητο είναι: /ˈtono/
Η λέξη tono χρησιμοποιείται στην ισπανική γλώσσα για να περιγράψει διάφορες έννοιες σχετικές με τον ήχο, την ένταση ή την χρωματική απόχρωση. Επίσης, χρησιμοποιείται σε διάφορους τομείς όπως η μουσική (αναφερόμενη στον ήχο), η ιατρική (αναφερόμενη σε θεραπευτικές μεθόδους) και η τέχνη (χρωματική τόνωση). Η χρήση της λέξης είναι αρκετά συχνή, κυρίως στον προφορικό λόγο, αλλά και στο γραπτό κείμενο.
El tono de su voz era muy amable.
(Ο τόνος της φωνής του ήταν πολύ ευγενικός.)
El artista eligió un tono vibrante para su pintura.
(Ο καλλιτέχνης επέλεξε μια ζωηρή απόχρωση για τον πίνακά του.)
En música, el tono es fundamental para crear melodías.
(Στη μουσική, ο τόνος είναι θεμελιώδης για τη δημιουργία μελωδιών.)
Dar en el tono correcto.
(Να βρεις τον σωστό τόνο.)
Χρησιμοποιείται για να δηλώσει ότι βρήκαμε ή εκφράσαμε την ιδανική προσέγγιση σε μια κατάσταση.
Tener un buen tono.
(Να έχεις καλό τόνο.)
Αναφέρεται σε κάποιον που έχει ευχάριστη ή αποτελεσματική συμπεριφορά ή επικοινωνία.
Cambiar el tono de la conversación.
(Να αλλάξεις τον τόνο της συζήτησης.)
Χρησιμοποιείται όταν κάποιος επιθυμεί να διαφοροποιήσει την κατεύθυνση ή την ατμόσφαιρα μιας συζήτησης.
Establecer un tono serio.
(Να καθορίσεις έναν σοβαρό τόνο.)
Χρησιμοποιείται για να τονίσει τη σημασία ενός θέματος ή μιας συζήτησης.
Η λέξη tono προέρχεται από το λατινικό tonus, που σημαίνει «ήχος» ή «τόνος», το οποίο με τη σειρά του έχει ρίζες στην ελληνική λέξη τόνος.
Συνώνυμα: - sonido (ήχος) - matiz (χρωματική απόχρωση) - voz (φωνή)
Αντώνυμα: - silencio (σιγή) - desarmonía (ασυρμία) - monotonía (μονοτονία)