Μέρος του λόγου: Επίθετο
Φωνητική απόδοση στο Διεθνές Φωνητικό Αλφάβητο (IPA): /ˈtonto/
Μετάφραση στα ελληνικά: ηλίθιος, ανόητος, βλάκας
Σημασίες: 1. Αυτός που λειτουργεί με έλλειψη λογικής, νοήματος ή κρίσης. Χρησιμοποιείται ως προσβλητική έκφραση. 2. Αυτός που δεν συμπεριφέρεται επαρκώς σε κάποια κατάσταση ή που προκαλεί γέλιο με τη συμπεριφορά του.
Συχνότητα Χρήσης/Χρήση: Το λήμμα "τοντο" χρησιμοποιείται σχετικά συχνά στην ισπανική γλώσσα τόσο στον προφορικό όσο και στο γραπτό λόγο.
Παραδείγματα: 1. ¡No seas tonto y toma una decisión! (Μην είσαι ηλίθιος και πάρε μια απόφαση!) 2. Ese chiste es tan tonto que ni siquiera me hizo sonreír. (Αυτό το αστείο είναι τόσο ηλίθιο που ακόμη και εμένα δεν με έκανε να χαμογελάσω.)
Το "tonto" είναι μέρος πολλών ιδιωματικών εκφράσεων στα ισπανικά. Ας δούμε μερικά παραδείγματα:
Παραδείγματα Ιδιωματικών Εκφράσεων: 1. Sandra estaba como un tonto en la reunión, no entendía nada. (Η Σάντρα ήταν σαν ηλίθια στη συνάντηση, δεν έκατσε την παραμικρή.) 2. Si sigues haciendo el tonto, te meterás en problemas. (Αν συνεχίσεις να κάνεις τον ηλίθιο, θα βρεθείς σε μπελάδες.) 3. ¡No hagas el tonto en clase, por favor! (Μην παίζεις τον ηλίθιο στην τάξη, παρακαλώ!)
Η λέξη "tonto" πιθανότατα προέρχεται από το λατινικό "tonitus" που σημαίνει "κούφια ήχος" ή "διαταραχή". Αρχικά, χρησιμοποιήθηκε για να περιγράψει κάποιον που δεν είχε μετριοπαθή ακοή ή πίστη.
Συνώνυμα: ανόητος, ηλίθιος, ανεπιτυχημένος, ανόητος
Αντώνυμα: έξυπνος, καταρτισμένος, σοβαρός, αποτελεσματικός