Το "topar" είναι ρήμα.
/toˈpaɾ/
Το ρήμα "topar" έχει αρκετές σημασίες στη γλώσσα των Ισπανικών, κυρίως σχετικές με τη δράση του να συναντάς ή να έρχεσαι σε επαφή με κάτι ή κάποιον, είτε σωματικά είτε φραστικά. Χρησιμοποιείται σε διάφορα συμφραζόμενα και μπορεί να είναι κοινό τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο.
Συναντήθηκα με τον παλιό μου φίλο στο δρόμο.
No esperaba toparme con tantas personas en la fiesta.
Το "topar" χρησιμοποιείται σε ορισμένες ιδιωματικές εκφράσεις στα Ισπανικά:
Το αυτοκίνητο σταμάτησε απότομα μετά από μια απότομη επιβράδυνση.
Toparse con un problema: να συναντήσουμε (ή να αντιμετωπίσουμε) ένα πρόβλημα.
Συνάντησα ένα αναπάντεχο πρόβλημα κατά την εκτέλεση των καθηκόντων.
Topar con alguien de sorpresa: να συναντήσουμε κάποιον ξαφνικά.
Η προέλευση του "topar" σχετίζεται με το αρχαίο ισπανικά "topar", που σημαίνει "να συναντώ" ή "να σταματώ". Ετυμολογικά, προέρχεται από το λατινικό "toppare", το οποίο έχει παρόμοιες σημασίες.
Συνώνυμα: - Encontrar (συναντώ) - Hallar (ανακαλύπτω)
Αντώνυμα: - Evitar (αποφεύγω) - Ignorar (αγνοώ)
Αυτές οι πληροφορίες προσφέρουν μια πληρέστερη κατανόηση της λέξης "topar" και των χρήσεών της στη γλώσσα των Ισπανικών.