Το "toparse" είναι ρήμα.
/toˈpaɾ.se/
Η λέξη "toparse" χρησιμοποιείται στη γλώσσα Ισπανικά για να αναφερθεί στη διαδικασία ανάλυσης ή διαχωρισμού ενός συνόλου πληροφοριών ή μιας δεδομένης πληροφορίας σε μικρότερα, ευκολότερα διαχειρίσιμα μέρη. Χρησιμοποιείται κυρίως στον τομέα της πληροφορικής, αλλά μπορεί να έχει ευρύτερη εφαρμογή σε άλλους τομείς όπου απαιτείται ανάλυση δεδομένων. Η χρήση της είναι συχνή, κυρίως στο γραπτό πλαίσιο αφού αφορά τεχνικούς ή επιστημονικούς όρους, αν και μπορεί να χρησιμοποιείται και στον προφορικό λόγο.
Es necesario toparse con los datos antes de realizar el análisis.
Είναι απαραίτητο να αποσυνθέσουμε τα δεδομένα πριν από την ανάλυση.
El programa puede toparse archivos de texto para extraer información.
Το πρόγραμμα μπορεί να αναλύσει αρχεία κειμένου για να εξάγει πληροφορίες.
Η λέξη "toparse" είναι λιγότερο συχνή σε ιδιωματικές εκφράσεις, ωστόσο χρησιμοποιείται σε μερικές φράσεις που σχετίζονται με την ανάλυση ή τον διαχωρισμό:
Toparse con un problema.
Να αντιμετωπίσεις ένα πρόβλημα.
Αυτό σημαίνει ότι πρέπει να αναλύσεις και να κατανοήσεις την κατάσταση που προκύπτει.
Toparse con datos contradictorios.
Να συναντήσεις αντιφατικά δεδομένα.
Σημαίνει ότι υπάρχουν δεδομένα που δεν συμβαδίζουν και απαιτούν ανάλυση.
Toparse con un resultado inesperado.
Να διαπιστώσεις ένα απροσδόκητο αποτέλεσμα.
Αυτό μπορεί να αναφέρεται σε αναλύσεις που εκτός των προσδοκιών.
Η λέξη "toparse" προέρχεται από το ρήμα "tocar" (να αγγίξεις) και το πρόθεμα "to-" που δηλώνει πρόσβαση ή επαφή. Στον τομέα της πληροφορικής, έχει αποκτήσει σημασία που σχετίζεται με την ανάλυση δεδομένων.
Συνώνυμα: - analizar (να αναλύσεις) - separar (να διαχωρίσεις) - descomponer (να αποσυναρμολογήσεις)
Αντώνυμα: - unir (να ενώσεις) - integrar (να ενσωματώσεις) - compilar (να συγκεντρώσεις)