Tope είναι ουσιαστικό.
Φωνητική μεταγραφή στα Ισπανικά: [ˈto.pe]
Η λέξη "tope" χρησιμοποιείται στη γλώσσα Ισπανικά με ποικίλες σημασίες, ανάλογα με το context:
Η συχνότητα χρήσης του "tope" είναι πιο διαδεδομένη στον προφορικό λόγο, αλλά χρησιμοποιείται και σε γραπτά κείμενα.
El tope del gasto para este proyecto es de cinco mil dólares.
(Το ανώτατο όριο δαπανών για αυτό το έργο είναι πέντε χιλιάδες δολάρια.)
Alcanzó el tope de su rendimiento en el trabajo.
(Έφτασε το ανώτατο επίπεδο απόδοσής του στη δουλειά.)
Η λέξη "tope" χρησιμοποιείται σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις. Μερικές από αυτές είναι:
Llegar al tope
(Φτάνω στο ανώτατο επίπεδο.)
Es un momento crucial, debemos llegar al tope en nuestras negociaciones.
(Είναι μια αποφασιστική στιγμή, πρέπει να φτάσουμε στο ανώτατο επίπεδο στις διαπραγματεύσεις μας.)
Poner un tope
(Βάζω ένα όριο.)
Es importante poner un tope a las inversiones sin planificación.
(Είναι σημαντικό να βάλουμε ένα όριο στις επενδύσεις χωρίς προγραμματισμό.)
Tope de calidad
(Ανώτατη ποιότητα.)
Los productos deben cumplir con un tope de calidad para ser aceptados en el mercado.
(Τα προϊόντα πρέπει να πληρούν μια ανώτατη ποιότητα για να γίνουν αποδεκτά στην αγορά.)
Η λέξη "tope" προέρχεται από το ισπανικό ρήμα "topar", που σημαίνει "να συγκρούεσαι" ή "να συναντάς κάποιο σημείο". Η χρήση της σχετίζεται με την έννοια του να φτάνεις ή να βρίσκεις ένα ανώτατο σημείο.
Συνώνυμα: - Límite (όριο) - Cima (κορυφή) - Pico (κορυφή)
Αντώνυμα: - Fondo (βάθος) - Base (βάση) - Inicio (αρχή)
Αυτές οι πληροφορίες παρέχουν μια ολοκληρωμένη εικόνα της λέξης "tope" και της σημασίας της στη γλώσσα Ισπανικά και τονίζει τις πολλαπλές χρήσεις της σε διάφορους τομείς.