Η λέξη "tradicional" είναι επίθετο.
Η φωνητική μεταγραφή της λέξης αυτής στο διεθνές φωνητικό αλφάβητο (IPA) είναι: /tɾa.ði.θioˈnal/
Η λέξη "tradicional" αναφέρεται σε κάτι που σχετίζεται με την παράδοση. Συνήθως χρησιμοποιείται για να περιγράψει πρακτικές, αντιλήψεις ή στοιχεία που έχουν διατηρηθεί και μεταδοθεί δια μέσου των γενεών. Η συχνότητα χρήσης της είναι αρκετά υψηλή και μπορεί να παρατηρηθεί τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, όμως η χρήση της συχνότερα εντοπίζεται σε πολιτιστικές, κοινωνικές και νομικές συζητήσεις.
Η γιορτή ήταν πολύ παραδοσιακή.
La música tradicional es parte de nuestra cultura.
Η παραδοσιακή μουσική είναι μέρος της κουλτούρας μας.
El vestido tradicional se usa en ocasiones especiales.
Η λέξη "tradicional" δεν χρησιμοποιείται συχνά ως μέρος ιδιωματικών εκφράσεων, ωστόσο, μπορεί να παρατηρηθούν κάποιες σχετικές φράσεις:
Να τραγουδάς παραδοσιακά τραγούδια.
Comer platos tradicionales de la región.
Να τρως παραδοσιακά πιάτα της περιοχής.
Participar en danzas tradicionales.
Να συμμετέχεις σε παραδοσιακούς χορούς.
Mantener costumbres tradicionales.
Να διατηρείς παραδοσιακές συνήθειες.
Usar vestimentas tradicionales en festividades.
Η λέξη "tradicional" προέρχεται από το λατινικό "tradicionalis", το οποίο σημαίνει "αυτά που μεταδίδονται" και έχει ρίζα τη λέξη "tradere", που σημαίνει "παραδίδω".
Συνώνυμα: - Cultural (πολιτιστικός) - Folclórico (λαϊκό)
Αντώνυμα: - Moderno (σύγχρονος) - Innovador (καινοτόμος)