Η λέξη "traductor" είναι ουσιαστικό.
Η φωνητική μεταγραφή της λέξης "traductor" με χρήση διεθνούς φωνητικού αλφαβήτου (IPA) είναι: /tɾaðukˈtoɾ/
Η λέξη "traductor" μεταφράζεται στα Ελληνικά ως: - μεταφραστής (δια γλώσσες) - αντάρτης (σπάνια χρήση, σύμφωνα με συγκεκριμένα πλαίσια)
Ο όρος "traductor" αναφέρεται σε ένα πρόσωπο ή εργαλείο που μεταφέρει κείμενα ή ομιλίες από μια γλώσσα σε άλλη. Αυτή η λέξη χρησιμοποιείται συχνά σε διάφορους τομείς όπως γενικές συζητήσεις, νομικούς και τεχνικούς τομείς.
Η συχνότητα χρήσης είναι σχετικά υψηλή και χρησιμοποιείται κατά κύριο λόγο σε γραπτό πλαίσιο, αλλά και στον προφορικό λόγο.
Ο μεταφραστής με βοήθησε να κατανοήσω το έγγραφο.
Necesitamos un traductor para la conferencia internacional.
Η λέξη "traductor" μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε αρκετές ιδιωματικές εκφράσεις. Ακολουθούν μερικές παραδείγματα:
Να είσαι μεταφραστής των συναισθημάτων.
Un traductor sin fronteras.
Ένας μεταφραστής χωρίς σύνορα.
Necesitar un traductor especializado.
Χρειάζεσαι έναν εξειδικευμένο μεταφραστή.
Hacer de traductor en situaciones complicadas.
Να κάνεις τον μεταφραστή σε περίπλοκες καταστάσεις.
Contratar a un traductor profesional.
Να προσλάβεις έναν επαγγελματία μεταφραστή.
El traductor como puente cultural.
Ο μεταφραστής ως πολιτιστική γέφυρα.
El traductor digital facilita la comunicación.
Η λέξη "traductor" προέρχεται από τα λατινικά "traductor", που σημαίνει "αυτός που μεταφέρει", και σχηματίζεται από το "traducere" (μεταφέρω). Η ρίζα "ducere" σημαίνει "οδηγώ" και "trans-" σημαίνει "διαμέσου" ή "μεταξύ".
traductora (μεταφράστρια) (θηλυκό)
Αντώνυμα: