Το "traficante" είναι ουσιαστικό.
Η φωνητική μεταγραφή του "traficante" στο διεθνές φωνητικό αλφάβητο είναι: /tɾafiˈkante/
Η λέξη "traficante" μπορεί να μεταφραστεί στα ελληνικά ως: - έμπορος - διακινητής - λαθρέμπορος (συνήθως αναφέρεται σε διακινητές ναρκωτικών ή άλλων παράνομων αγαθών)
Η λέξη "traficante" χρησιμοποιείται κυρίως για να περιγράψει άτομα που διακινούν ή εμπορεύονται παράνομα αγαθά, όπως ναρκωτικά, όπλα ή ανθρώπους. Συνήθως χρησιμοποιείται σε νομικά και οικονομικά συμφραζόμενα. Στη γλώσσα των Ισπανικών, η συχνότητα χρήσης της λέξης είναι υψηλή, κυρίως σε γραπτά κείμενα και μέσα ενημέρωσης σχετιζόμενα με το οργανωμένο έγκλημα.
Ο διακινητής συνελήφθη από την αστυνομία.
Los traficantes de drogas son una amenaza para la sociedad.
Οι έμποροι ναρκωτικών είναι μια απειλή για την κοινωνία.
La policía desmanteló una red de traficantes.
Η λέξη "traficante" συχνά χρησιμοποιείται σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις, κυρίως σε πλαίσιο που σχετίζεται με παράνομες δραστηριότητες. Ακολουθούν μερικές παραδειγματικές προτάσεις:
Ο διακινητής διέφυγε από μια μυστική διαδρομή.
Muchos traficantes operan en la sombra.
Πολλοί έμποροι δρουν στη σκιά.
Necesitamos atrapar al traficante antes de que sea demasiado tarde.
Χρειαζόμαστε να πιάσουμε τον διακινητή προτού να είναι πολύ αργά.
El juicio del traficante atrajo la atención de los medios.
Η δίκη του διακινητή τράβηξε την προσοχή των μέσων.
Los traficantes suelen utilizar métodos ingeniosos para evadir a la policía.
Η λέξη "traficante" προέρχεται από το ρήμα "traficar", που σημαίνει "να διακινώ" ή "να εμπορεύομαι", και έχει ρίζες στη λατινική γλώσσα.
Συνώνυμα: - comerciante (έμπορος) - contrabandista (λαθρέμπορος)
Αντώνυμα: - consumidor (καταναλωτής) - legal (νόμιμος)