traficar - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

traficar (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Το "traficar" είναι ρήμα.

Φωνητική μεταγραφή

/tra.fiˈkar/

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία και χρήση

Η λέξη "traficar" χρησιμοποιείται κυρίως για να αναφερθεί στη διαδικασία διακίνησης ή εμπορίας αγαθών ή υπηρεσιών, συχνά σε σχέση με παράνομες δραστηριότητες, όπως το εμπόριο ναρκωτικών ή ανθρώπων. Στη γλώσσα των Ισπανικών, έχει αρνητική χροιά όταν αναφέρεται σε παράνομες δραστηριότητες και μπορεί να χρησιμοποιηθεί και σε πιο γενικούς τομείς της οικονομίας και του εμπορίου. Η συχνότητά της είναι σχετικά υψηλή, κυρίως στον προφορικό λόγο όταν γίνεται λόγος για παραβατικές δραστηριότητες ή τη διακίνηση αγαθών.

Παραδειγματικές προτάσεις

  1. Los narcotraficantes trafican drogas en la frontera.
  2. Οι εμπόροι ναρκωτικών διακινούν ναρκωτικά στα σύνορα.

  3. Se ha descubierto que algunas empresas trafican con armas.

  4. Έχει αποκαλυφθεί ότι κάποιες εταιρείες εμπορεύονται όπλα.

Ιδιωματικές εκφράσεις

Στο Ισπανικά, υπάρχουν αρκετές ιδιωματικές εκφράσεις που περιλαμβάνουν το "traficar":

  1. Traficar con fuego
  2. Να παίζεις με τη φωτιά.
  3. Σημαίνει να ρισκάρεις σε επικίνδυνες ή παράνομες δραστηριότητες.

  4. Traficar como un experto

  5. Να διακινείς όπως ένας ειδικός.
  6. Χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάποιον που έχει εμπειρία σε παράνομες δραστηριότητες.

  7. No trafiques con mi paciencia

  8. Μη διακινείς την υπομονή μου.
  9. Χρησιμοποιείται για να πει κάποιος ότι δεν πρέπει να ξεπερνάει τα όρια της υπομονής του.

  10. Traficar en silencio

  11. Να διακινείς σιωπηλά.
  12. Αναφέρεται στη διακίνηση αγαθών ή πληροφοριών χωρίς να γίνεται αντιληπτός.

Ετυμολογία

Η λέξη "traficar" προέρχεται από το λατινικό "tractus", που σημαίνει "να διαχειρίζεσαι" ή "να μεταφέρεις". Με την πάροδο του χρόνου, απέκτησε τη σημασία της διακίνησης αγαθών και, σε πολλές περιπτώσεις, τη σχέση με τις παράνομες συναλλαγές.

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα: - comerciar (να εμπορεύεσαι) - negociar (να διαπραγματεύεσαι)

Αντώνυμα: - almacenar (να αποθηκεύεις) - conservar (να διατηρείς)



23-07-2024