Το "traficar" είναι ρήμα.
/tra.fiˈkar/
Η λέξη "traficar" χρησιμοποιείται κυρίως για να αναφερθεί στη διαδικασία διακίνησης ή εμπορίας αγαθών ή υπηρεσιών, συχνά σε σχέση με παράνομες δραστηριότητες, όπως το εμπόριο ναρκωτικών ή ανθρώπων. Στη γλώσσα των Ισπανικών, έχει αρνητική χροιά όταν αναφέρεται σε παράνομες δραστηριότητες και μπορεί να χρησιμοποιηθεί και σε πιο γενικούς τομείς της οικονομίας και του εμπορίου. Η συχνότητά της είναι σχετικά υψηλή, κυρίως στον προφορικό λόγο όταν γίνεται λόγος για παραβατικές δραστηριότητες ή τη διακίνηση αγαθών.
Οι εμπόροι ναρκωτικών διακινούν ναρκωτικά στα σύνορα.
Se ha descubierto que algunas empresas trafican con armas.
Στο Ισπανικά, υπάρχουν αρκετές ιδιωματικές εκφράσεις που περιλαμβάνουν το "traficar":
Σημαίνει να ρισκάρεις σε επικίνδυνες ή παράνομες δραστηριότητες.
Traficar como un experto
Χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάποιον που έχει εμπειρία σε παράνομες δραστηριότητες.
No trafiques con mi paciencia
Χρησιμοποιείται για να πει κάποιος ότι δεν πρέπει να ξεπερνάει τα όρια της υπομονής του.
Traficar en silencio
Η λέξη "traficar" προέρχεται από το λατινικό "tractus", που σημαίνει "να διαχειρίζεσαι" ή "να μεταφέρεις". Με την πάροδο του χρόνου, απέκτησε τη σημασία της διακίνησης αγαθών και, σε πολλές περιπτώσεις, τη σχέση με τις παράνομες συναλλαγές.
Συνώνυμα: - comerciar (να εμπορεύεσαι) - negociar (να διαπραγματεύεσαι)
Αντώνυμα: - almacenar (να αποθηκεύεις) - conservar (να διατηρείς)