Ρήμα.
/trá.ɣo/
Η λέξη "trago" είναι ο πρώτος ενικός χρόνος του ρήματος "tragarse" που σημαίνει "φέρνω" ή "μεταφέρω". Χρησιμοποιείται για να περιγράψει την ενέργεια του να φέρνεις κάτι από ένα μέρος σε άλλο. Στην ιατρική και στην ανατομία, μπορεί να αναφέρεται στη διαδικασία κατάποσης ή της μεταφοράς ουσιών μέσω του σώματος.
Η χρήση της λέξης είναι συχνή και μπορεί να εμφανιστεί και στον προφορικό και στον γραπτό λόγο.
Πηγαίνω να φέρω το βιβλίο που μου ζήτησες, έτσι φέρνω την τσάντα μου.
Si quieres café, trago la cafetera de la cocina.
Η λέξη "trago" μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις οι οποίες συνήθως σχετίζονται με την idea της μεταφοράς ή της κατάποσης.
Σου φέρνω καλά νέα.
Cada vez que vengo aquí, trago recuerdos del pasado.
Κάθε φορά που έρχομαι εδώ, φέρνω αναμνήσεις από το παρελθόν.
El trago de medicina fue difícil, pero trago con ello.
Η λέξη "trago" προέρχεται από το λατινικό "tragere", το οποίο σημαίνει "καταπίω" ή "φέρνω".
Συνώνυμα: - llevar (παίρνω) - transportar (μεταφέρω)
Αντώνυμα: - dejar (αφήνω) - soltar (απαλλάσσω)