Ρήμα
/traɪθɾiˈθaɾ/
Η λέξη "traicionar" στα Ισπανικά σημαίνει «προδώ». Χρησιμοποιείται συχνά για να περιγράψει την πράξη της εξαπάτησης, της προδοσίας εμπιστοσύνης ή της μη τήρησης μιας συμφωνίας. Στη νομική γλώσσα, μπορεί να αναφέρεται σε προδότες ή στην υποκίνηση προδοσίας. Η λέξη χρησιμοποιείται μεσαία συχνά στη γλώσσα, και είναι πιο κοινή σε γραπτά κείμενα όταν αναφερόμαστε σε εγκλήματα ή ηθική προδοσία, αλλά ίσως επίσης εμφανίζεται σε προφορικές συνομιλίες.
"Él decidió traicionar a su mejor amigo."
"Αποφάσισε να προδώσει τον καλύτερό του φίλο."
"No se puede confiar en alguien que traiciona a su país."
"Δε μπορείς να εμπιστευτείς κάποιον που προδίδει τη χώρα του."
Η λέξη "traicionar" χρησιμοποιείται σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις στα Ισπανικά:
Είναι σημαντικό να διατηρούμε την εμπιστοσύνη στη σχέση μας.
"No traicionar los principios"
"Μη προδίδεις τις αρχές"
Είναι απαραίτητο να μην προδίδουμε τις αρχές μας για προσωπικό όφελος.
"Traicionar el corazón"
"Προδίδω την καρδιά"
Η απιστία προδίδει την καρδιά του ανθρώπου που αγαπά.
"Traicionar a alguien por dinero"
"Προδώσω κάποιον για χρήματα"
Αυτή η πράξη δείχνει έλλειψη ηθικής.
"Ser traidor"
"Είμαι προδότης"
Η λέξη "traicionar" προέρχεται από το Λατινικό "tradere", το οποίο σημαίνει "να παραδώσω", "να προδώσω". Είναι συνδεδεμένο με έννοιες που σχετίζονται με την παράδοση και την προδοσία.
Engañar (εξαπατώ)
Αντώνυμα: