Το "traidor" είναι ουσιαστικό και επίθετο.
/traˈi.ðor/
Η λέξη "traidor" χρησιμοποιείται για να περιγράψει ένα άτομο που προδίδει την εμπιστοσύνη ή την προτίμηση κάποιου, συχνά σε περιβάλλοντα που σχετίζονται με πολιτικούς, κοινωνικούς ή νομικούς τομείς. Στη γλώσσα των Ισπανικών, η λέξη συχνά έχει αρνητική χροιά και χρησιμοποιείται για να υποδηλώσει απιστία ή προδοσία. Χρησιμοποιείται συχνά και στον προφορικό και γραπτό λόγο, αν και μπορεί να παρατηρηθεί πιο συχνά σε συγγραφές που σχετίζονται με ιστορίες προδοσίας ή νομικές υποθέσεις.
Este hombre es un traidor a su país.
(Αυτός ο άντρας είναι προδότης της χώρας του.)
La ley no perdona a los traidores.
(Ο νόμος δεν συγχωρεί τους προδότες.)
Η λέξη "traidor" μπορεί να εμφανιστεί σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις, που αντικατοπτρίζουν την έννοια της προδοσίας ή της απιστίας. Εδώ είναι μερικές παραδείγματα:
No se puede confiar en él, es un traidor de boca.
(Δεν μπορείς να εμπιστεύεσαι αυτόν, είναι προδότης στο λόγο του.)
Cada traidor que cae es un idolatrado por los que quedan.
(Κάθε προδότης που пада είναι ένα είδωλο για όσους μένουν.)
Un traidor nunca es bienvenido en esta casa.
(Ένας προδότης ποτέ δεν είναι ευπρόσδεκτος σε αυτό το σπίτι.)
Η λέξη "traidor" προέρχεται από το ρήμα "traer" (να φέρνω) με την προσθήκη του καταληκτικού "-dor", που σημαίνει αυτός που διαπράττει την δράση του ρήματος. Η ρίζα της λέξης υποδηλώνει την έννοια της μεταφοράς, σηκώνοντας και φέρνοντας, που με την πάροδο του χρόνου απέκτησε την έννοια της προδοσίας.
Συνώνυμα: - Proveedor (παρόχος) - Engañador (παραπλανητής)
Αντώνυμα: - Leal (πιστός) - Fiel (πιστός)