Η λέξη "tramo" είναι ουσιαστικό.
Η φωνητική μεταγραφή της λέξης "tramo" είναι [ˈtɾamo].
Η λέξη "tramo" μπορεί να μεταφραστεί στα Ελληνικά ως: - τμήμα - κομμάτι - διαδρομή (σε κάποια συμφραζόμενα)
Η λέξη "tramo" αναφέρεται κυρίως σε τμήματα ή κομμάτια διαδρομών, είτε πρόκειται για φυσικές οδούς, αυτοκινητόδρομους ή άλλες μορφές διασύνδεσης. Χρησιμοποιείται συχνά στη γλώσσα αλλά μπορεί να έχει διαφορετικά συμφραζόμενα ανάλογα με το πού χρησιμοποιείται. Η χρήση της είναι σχετικά συχνή τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο.
Παραδείγματα:
- La carretera tiene un tramo muy peligroso.
(Ο δρόμος έχει ένα πολύ επικίνδυνο τμήμα.)
Δεν υπάρχει πλούσια χρήση της λέξης "tramo" σε ιδιωματικές εκφράσεις, ωστόσο μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε κάποιες εκφράσεις που αναφέρονται σε διαδρομές ή τμήματα.
Παραδείγματα ιδιωματικών εκφράσεων:
- "Estar en el tramo final."
(Να βρίσκεσαι στο τελικό τμήμα.)
Χρησιμοποιείται όταν κάποιος βρίσκεται κοντά στην ολοκλήρωση κάποιου έργου ή διαδικασίας.
"Recorrer un tramo."
(Να διασχίσεις ένα τμήμα.)
Αναφέρεται στην πράξη του να περάσει κάποιος από ένα συγκεκριμένο κομμάτι διαδρομής.
"Hacer un tramo en coche."
(Να κάνεις ένα τμήμα με το αυτοκίνητο.)
Αναφέρεται στη χρήση του αυτοκινήτου για να διασχίσεις ένα συγκεκριμένο τμήμα.
Η λέξη "tramo" προέρχεται από τη λατινική λέξη "tramus", που σημαίνει "τμήμα" ή "κομμάτι".
Συνώνυμα: - Sección (τμήμα) - Parte (μέρος) - Segmento (κομμάτι)
Αντώνυμα: - Totalidad (ολότητα) - Completo (πλήρης) - Integridad (ακεραιότητα)
Αυτή είναι η πλήρης ανάλυση της λέξης "tramo" στα Ισπανικά.