Το "trampilla" είναι ουσιαστικό θηλυκού γένους.
Η φωνητική μεταγραφή του "trampilla" με χρήση διεθνούς φωνητικού αλφαβήτου είναι: /tɾamˈpiʎa/.
Η λέξη "trampilla" αναφέρεται σε μία μικρή πόρτα ή άνοιγμα, συχνά σε τοίχο ή δάπεδο, που χρησιμοποιείται για την είσοδο ή έξοδο κάποιου χώρου. Χρησιμοποιείται συχνά στο πλαίσιο της αρχιτεκτονικής ή των οικοδομών. Οπως συμβαίνει με πολλές τεχνικές λέξεις, μπορεί να εμφανίζεται πιο συχνά στα γραπτά κείμενα παρά στον προφορικό λόγο.
Η πόρτα πρόσβασης στο υπόγειο είναι κλειστή.
Necesito abrir la trampilla para inspeccionar el sistema de tuberías.
Η λέξη "trampilla" δεν έχει πολλές ιδιωματικές εκφράσεις, ωστόσο μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε κάποιες φράσεις που αναφέρονται σε κρυφά ή απόκρυφα στοιχεία.
Έχω ένα φεγγίτη στην σοφίτα.
Αυτό μπορεί να αναφέρεται σε μία κρυφή έξοδο ή πρόσβαση σε κάτι που δεν είναι ορατό.
Encontrar la trampilla de la verdad.
Η λέξη "trampilla" προέρχεται από τη λέξη "trampa", που σημαίνει "παγίδα", και η κατάληξη "-illa" υποδηλώνει μικρό μέγεθος ή χαριτωμένη μορφή.
"puerta" (πόρτα)
Αντώνυμα: