Η λέξη "tramposo" είναι επίθετο στα Ισπανικά.
Η φωνητική μεταγραφή της λέξης "tramposo" με χρήση διεθνούς φωνητικού αλφαβήτου (IPA) είναι: /tɾamˈposo/
Η λέξη "tramposo" χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάποιον που είναι απατεώνας, που ακολουθεί δόλιες ή ανέντιμες τακτικές για να πετύχει τους στόχους του. Συνήθως αναφέρεται σε άτομα που καταφεύγουν σε εξαπάτηση ή εξαπατούν τους άλλους. Η χρήση της είναι συχνή και σε προφορικό και σε γραπτό λόγο, αν και μπορεί να συναντηθεί πιο συχνά σε περιφορές που αφορούν δικαστικά ή κοινωνικά ζητήματα.
Él es un tramposo en los juegos de cartas.
(Αυτός είναι ένας απατεώνας στα παιχνίδια με κάρτες.)
No confíes en él, es un tramposo que siempre trata de engañar.
(Μην εμπιστεύεσαι αυτόν, είναι ένας απατεώνας που πάντα προσπαθεί να εξαπατήσει.)
Los tramposos no tienen lugar en la competición.
(Οι απατεώνες δεν έχουν θέση στον διαγωνισμό.)
Η λέξη "tramposo" μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις στα Ισπανικά:
Εφαρμογή: "Siempre busca sacar trampa en las competencias."
(Πάντα ψάχνει να εξαπατήσει στους διαγωνισμούς.)
"Hacer trampas" σημαίνει να κάνεις απατεωνιές.
Εφαρμογή: "No hagas trampas en el examen."
(Μην κάνεις απατεωνιές στην εξέταση.)
"Ser un tramposo" χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάποιον που είναι συνεχώς ανέντιμος ή δόλιος.
Η λέξη "tramposo" προέρχεται από το ρήμα "trampar", το οποίο σχετίζεται με τη σύγχρονη έννοια της εξαπάτησης και της δόλιας ενέργειας. Η ρίζα της λέξης έχει ρίζες στη λατινική γλώσσα, συνδέοντάς την με τον όρο "trampa", που σημαίνει παγίδα.
Συνώνυμα: - engañador (εξαπατητής) - estafador (απατεώνας)
Αντώνυμα: - honesto (ειλικρινής) - sincero (ειλικρινής)