Η λέξη "tranco" είναι ουσιαστικό.
Η φωνητική μεταγραφή της λέξης "tranco" με χρήση του διεθνούς φωνητικού αλφαβήτου είναι [ˈtɾaŋko].
Η λέξη "tranco" μπορεί να μεταφραστεί στα ελληνικά ως "βήμα" ή "κίνηση", κυρίως στο πλαίσιο που σχετίζεται με την κίνηση ή την προώθηση.
Η λέξη "tranco" χρησιμοποιείται στα ισπανικά για να περιγράψει ένα βήμα ή μια κίνηση που χαρακτηρίζεται από σταθερότητα και αποφασιστικότητα. Χρησιμοποιείται συχνά σε διάφορες περιοχές της Ισπανίας και τη Λατινική Αμερική, ενώ έχει και μια πιο καθημερινή ή συνομιλητική χρήση.
Η συχνότητα χρήσης της λέξης "tranco" ποικίλλει. Συνήθως χρησιμοποιείται περισσότερο στον προφορικό λόγο και σε καθημερινές συνομιλίες.
Αυτός έκανε ένα βήμα προς τα εμπρός και πέρασε το δρόμο.
Con cada tranco que daba, se sentía más seguro.
Με κάθε βήμα που έκανε, ένιωθε πιο σίγουρος.
No te detengas, sigue con el tranco decidido.
Η λέξη "tranco" χρησιμοποιείται και σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις που αντικατοπτρίζουν τον ρυθμό ή την επιμονή σε μια προσπάθεια ή ενέργεια.
Να πηγαίνεις με το βήμα ενός ελέφαντα (να κινείσαι με αυτοπεποίθηση και αποφασιστικότητα).
Tomar el tranco con calma
Να παίρνεις το βήμα με ηρεμία (να προχωράς βήμα-βήμα χωρίς άγχος).
No hay tranco que no se pueda avanzar
Η λέξη "tranco" προέρχεται από τη λατινική λέξη "transcus", που σημαίνει "μεταχείριση" ή "βήμα". Έχει έρθει σε χρήση με την έννοια της κίνησης ή της πρόοδου.
Συνώνυμα: Βήμα (paso), κίνηση (movimiento).
Αντώνυμα: Στάση (parada), ακινησία (inmovilidad).