Το "tranquilizar" είναι ρήμα (verbo).
/traŋ.ki.liˈθar/ (στην προφορά της Ισπανίας) ή /traŋ.kɪ.ləˈzɑr/ (στην προφορά της Λατινικής Αμερικής).
Η λέξη "tranquilizar" χρησιμοποιείται για να περιγράψει τη δράση του να προκαλείς ή να επιτυγχάνεις ηρεμία ή ησυχία, είτε σε έναν άνθρωπο είτε σε μια κατάσταση. Είναι ένα σχετικά συχνά χρησιμοποιούμενο ρήμα και μπορεί να εμφανίζεται σε καθημερινές συνομιλίες (προφορικός λόγος) αλλά και σε γραπτά κείμενα όπως άρθρα, ψυχολογικές αναλύσεις, ή άλλες επίσημες αναφορές.
Voy a tranquilizar a mi hijo antes de dormir.
Θα ηρεμίσω τον γιο μου πριν κοιμηθεί.
Es importante tranquilizar a las personas en situaciones de crisis.
Είναι σημαντικό να καθησυχάζουμε τους ανθρώπους σε καταστάσεις κρίσης.
El médico trató de tranquilizar al paciente con sus palabras.
Ο γιατρός προσπάθησε να ηρεμήσει τον ασθενή με τα λόγια του.
Η λέξη "tranquilizar" μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις που εκφράζουν την έννοια της ηρεμίας και της ασφάλειας.
Tranquilizar a alguien
Καθησυχάζω κάποιον.
Ejemplo: El profesor intentó tranquilizar a los estudiantes antes del examen.
Ο καθηγητής προσπάθησε να καθησυχάσει τους μαθητές πριν από την εξέταση.
Tranquilizarse
Ηρεμώ (ο ίδιος/ η ίδια).
Ejemplo: Necesito tranquilizarme antes de hablar en público.
Πρέπει να ηρεμήσω πριν μιλήσω δημόσια.
Dar tranquilidad
Προσφέρω ηρεμία.
Ejemplo: Su voz daba tranquilidad a los que la escuchaban.
Η φωνή της προσέφερε ηρεμία στους ακροατές της.
Η λέξη "tranquilizar" προέρχεται από τη λατινική ρίζα "tranquilus", που σημαίνει "ήρεμος" και την προσθήκη του ρήματος "-izar" που δηλώνει την έννοια του "κάνοντας" ή "γίνομαι".
Συνώνυμα: - Calmar - Serenar - Soportar
Αντώνυμα: - Alterar - Agitar - Inquietar