Επίθετο
/tranˈkilo/
Το "tranquilo" σημαίνει "ήρεμος, γαλήνιος, ήσυχος" στα ισπανικά. Χρησιμοποιείται κυρίως στον προφορικό λόγο, αλλά επίσης εμφανίζεται συχνά και σε γραπτά κείμενα. Είναι ένα καθαρά θετικό χαρακτηριστικό για να περιγράψει κάποιον ή κάτι που είναι ήρεμο και χωρίς ανησυχίες.
Το "tranquilo" δεν είναι ρήμα, άρα δεν έχει κλίση στον παραλήπτη.
Η λέξη "tranquilo" προέρχεται από τα λατινικά "tranquillus", που σημαίνει ήρεμος ή γαλήνιος.
Συνώνυμα: ηρεμης, γαλήνιος, ησυχος
Αντίθετα: αμήχανος, ανήσυχος, ταραγμένος
Η λέξη "tranquilo" χρησιμοποιείται συχνά σε ιδιωματικές εκφράσεις στα ισπανικά. Ας δούμε μερικές από αυτές: 1. Estar tranquilo como un lago: Να είναι ήρεμος σαν λίμνη (να μην ανησυχεί). 2. Tranquilo como una taza de leche: Ήρεμος σαν μια φλιτζάνι γάλα (πολύ ήρεμος). 3. Dejar tranquilo a alguien: Να αφήνει κάποιον σε ησυχία.
Παραδείγματα με ιδιωματικές εκφράσεις: 1. "Después de la meditación, se sintió tranquilo como un lago." (Μετά τη μετάλλαξη, ένιωθε ήρεμος σαν λίμνη.) 2. "Tranquilo como una taza de leche, afrontó la situación con calma." (Ήρεμος σαν μια φλιτζάνι γάλα, αντιμετώπισε την κατάσταση με ηρεμία.)