Η λέξη "transbordo" είναι ουσιαστικό.
Φωνητική μεταγραφή: [transˈβoɾ.ðo]
Η λέξη "transbordo" αναφέρεται στη διαδικασία μεταφοράς αγαθών ή επιβατών από ένα μέσο μεταφοράς σε ένα άλλο. Χρησιμοποιείται κυρίως στον τομέα των μεταφορών και της οικονομίας. Είναι πιο συχνά χρησιμοποιούμενη σε προφορικό λόγο, αλλά συναντάται και σε γραπτά κείμενα που σχετίζονται με τις μεταφορές και τις logistics.
Χρειάζεται να γίνει μια αλλαγή μέσου για να φτάσεις στην πόλη.
El transbordo de mercancías se puede realizar en el puerto.
Η μεταφορά αγαθών μπορεί να πραγματοποιηθεί στο λιμάνι.
Durante el viaje, tuvimos que hacer un transbordo de tren a autobús.
Η λέξη "transbordo" δεν έχει πολλές συγκεκριμένες ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε διάφορα συμφραζόμενα που σχετίζονται με τη μεταφορά και τη διαχείριση μεταφορών. Ακολουθούν μερικές χρήσιμες προτάσεις που περιλαμβάνουν τη λέξη:
Η μεταφορά είναι ουσιώδης στη σύγχρονη λογιστική.
Un mal transbordo puede causar retrasos en el envío.
Μία κακή μεταφορά μπορεί να προκαλέσει καθυστερήσεις στη αποστολή.
El transbordo eficiente de pasajeros mejora la conectividad.
Η αποδοτική μεταφορά επιβατών βελτιώνει τη συνδεσιμότητα.
Los precios del transbordo varían según el medio de transporte.
Η λέξη "transbordo" προέρχεται από τη σύνθεση του προθέματος "trans-" (που σημαίνει "μέσω", "διά") και της λέξης "bordo" (που σημαίνει "πλευρά" ή "ορθό"). Γενικά υποδηλώνει τη διαδικασία της μεταφοράς από το ένα μέσο στο άλλο.
Συνώνυμα: - Cambio (αλλαγή) - Transferencia (μεταφορά)
Αντώνυμα: - Estancia (παραμονή) - Permanencia (διαμονή)