Ρήμα (ουσιαστικό)
/transfeˈɾenθja/
Η λέξη "transferencia" χρησιμοποιείται για να περιγράψει τη διαδικασία με την οποία μια οντότητα μεταφέρει κάτι (υλικό ή άυλο) από το ένα μέρος στο άλλο. Στη γλώσσα των οικονομικών, αναφέρεται συχνά στη μεταφορά χρημάτων ή δικαιωμάτων. Στην ιατρική μπορεί επίσης να αναφέρεται στη μεταφορά ιστών ή οργανισμών. Υπάρχει συχνότητα χρήσης τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, με τις παραλλαγές της να συναντώνται σε επαγγελματικά και καθημερινά συμφραζόμενα.
La transferencia de fondos se realizó sin problemas.
(Η μεταφορά κεφαλαίων έγινε χωρίς προβλήματα.)
La transferencia de conocimientos es esencial en la educación.
(Η μετάδοση γνώσεων είναι ουσιώδης στην εκπαίδευση.)
La transferencia de tecnología ayuda al desarrollo local.
(Η μεταφορά τεχνολογίας βοηθά στην τοπική ανάπτυξη.)
Hacer una transferencia bancaria.
(Να κάνεις μια τραπεζική μεταφορά.)
Αναφέρεται στη διαδικασία αποστολής χρημάτων από έναν τραπεζικό λογαριασμό σε άλλον.
Transferencia de derechos.
(Μεταβίβαση δικαιωμάτων.)
Χρησιμοποιείται σε νομικά πλαίσια, αναφερόμενος στην απόδοση δικαιωμάτων σε κάποιο άλλο άτομο ή οντότητα.
Transferir responsabilidades.
(Μεταβίβαση ευθυνών.)
Χρησιμοποιείται για να περιγράψει την πράξη μεταφοράς ευθυνών ή καθηκόντων σε κάποιον άλλο.
Transferencia internacional.
(Διεθνής μεταφορά.)
Αναφέρεται στη μεταφορά αγαθών ή χρημάτων μεταξύ χωρών.
Η λέξη "transferencia" προέρχεται από το λατινικό "transferentia", που σημαίνει "μεταφορά".