Η λέξη "transformador" είναι ουσιαστικό.
Φωνητική μεταγραφή στα ισπανικά: [tɾansfoɾˈmaðoɾ]
Η λέξη "transformador" αναφέρεται σε μια συσκευή ή μηχανισμό που μετατρέπει μια μορφή ενέργειας σε άλλη ή αλλάζει τις ηλεκτρικές τάσεις σε ένα κύκλωμα (συνήθως αναφέρεται σε ηλεκτρικές εφαρμογές). Χρησιμοποιείται συχνά στη μηχανολογία, την ηλεκτρολογία και τη φυσική. Η χρήση της λέξης είναι πιο συχνή σε γραπτό πλαίσιο, αν και μπορεί να εμφανίζεται και σε προφορικό λόγο, κυρίως σε τεχνικές συζητήσεις.
El transformador convierte la corriente alterna en corriente continua.
(Ο μετασχηματιστής μετατρέπει το εναλλασσόμενο ρεύμα σε συνεχές ρεύμα.)
Necesitamos un transformador más potente para este proyecto.
(Χρειάζεται ένας πιο ισχυρός μετασχηματιστής για αυτό το έργο.)
Η λέξη "transformador" δεν χρησιμοποιείται συχνά σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε παρακαταθήκες σχετικά με την αλλαγή ή την εξέλιξη. Εδώ είναι μερικές σχετικές προτάσεις:
La educación es un transformador de vidas.
(Η εκπαίδευση είναι ένας μετασχηματιστής ζωών.)
Los nuevos métodos de trabajo actúan como transformadores en la industria.
(Οι νέες μέθοδοι εργασίας δρουν ως μετασχηματιστές στη βιομηχανία.)
Un buen líder es un transformador social.
(Ένας καλός ηγέτης είναι ένας κοινωνικός μετασχηματιστής.)
Η λέξη "transformador" προέρχεται από το ρήμα "transformar", το οποίο σημαίνει "να μετατρέπω" ή "να αλλάζω", και την κατάληξη "-dor", που δηλώνει έναν παράγοντα που εκτελεί μια ενέργεια.
Συνώνυμα: - convertidor (μετατροπέας) - modulador (τροποποιητής)
Αντώνυμα: - estabilizador (σταθεροποιητής) - antitransformador (αντιμετασχηματιστής) (αυτή η λέξη χρησιμοποιείται λιγότερο και δεν είναι τυπική)
Η λέξη "transformador" είναι ευρέως χρησιμοποιούμενη σε τεχνικούς και επιστημονικούς κύκλους και έχει σημαντική σημασία στην κατανόηση ηλεκτρονικών και ηλεκτρικών συστημάτων.