Ρήμα
/trans.forˈmaɾ/
Η λέξη "transformar" σημαίνει να μεταμορφώσω, να αλλάξω ή να μετατρέπω κάτι από μια κατάσταση σε άλλη. Χρησιμοποιείται αρκετά συχνά στη γλώσσα των τεχνικών και των επιστημονικών κλάδων, καθώς και σε καθημερινές συζητήσεις. Η συχνότητα χρήσης της είναι μέτρια, με ισχυρή παρουσία και στον προφορικό και στον γραπτό λόγο.
Es necesario transformar la materia prima en un producto final.
(Είναι απαραίτητο να μετατρέψουμε την πρώτη ύλη σε τελικό προϊόν.)
La tecnología puede transformar nuestras vidas de muchas maneras.
(Η τεχνολογία μπορεί να μεταμορφώσει τις ζωές μας με πολλούς τρόπους.)
Η λέξη "transformar" χρησιμοποιείται σε αρκετές ιδιωματικές εκφράσεις που περιγράφουν διαδικασίες αλλαγής ή εξέλιξης.
Transformar una crisis en una oportunidad.
(Να μετατρέψεις μια κρίση σε ευκαιρία.)
El arte transforma la realidad.
(Η τέχνη μεταμορφώνει την πραγματικότητα.)
Transformar la educación es fundamental para el desarrollo.
(Η αλλαγή στην εκπαίδευση είναι θεμελιώδης για την ανάπτυξη.)
La música puede transformar el ambiente de una reunión.
(Η μουσική μπορεί να αλλάξει την ατμόσφαιρα μιας συνάντησης.)
Transformar el dolor en motivación.
(Να μετατρέψεις τον πόνο σε κίνητρο.)
Η λέξη "transformar" προέρχεται από το λατινικό "transformare", το οποίο προκύπτει από το "trans-" (μέσα από) και "formare" (να μορφώσεις).
Συνώνυμα: - modificar (αλλάζω) - convertir (μετατρέπω) - cambiar (αλλάγω)
Αντώνυμα: - conservar (διατηρώ) - permanecer (παραμένω) - estabilizar (σταθεροποιώ)