Η λέξη "transgredir" χρησιμοποιείται στη γλώσσα Ισπανικά για να περιγράψει την πράξη της παραβίασης ή της υπέρβασης ενός κανόνα, νόμου ή περιορισμού. Είναι συχνά χρησιμοποιούμενη σε νομικά ή ηθικά πλαίσια. Η συχνότητα χρήσης της είναι μεγαλύτερη στο γραπτό λόγο, ιδίως σε νομικά κείμενα ή ακαδημαϊκές αναφορές.
Η παραβίαση των νόμων μπορεί να οδηγήσει σε σοβαρές συνέπειες.
Es importante no transgredir los derechos de los demás.
Η λέξη "transgredir" χρησιμοποιείται και σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις:
Παραβίαση των ορίων της λογικής.
No debes transgredir las normas del respeto.
Δεν πρέπει να παραβιάζεις τους κανόνες του σεβασμού.
Cada vez que transgredimos, debilitamos la confianza.
Κάθε φορά που παραβαίνουμε, αποδυναμώνουμε την εμπιστοσύνη.
Transgredir las reglas en el trabajo puede tener repercusiones.
Η παραβίαση των κανόνων στη δουλειά μπορεί να έχει συνέπειες.
Quien transgrede, deja una huella en la sociedad.
Η λέξη "transgredir" προέρχεται από το λατινικό "transgredi", όπου "trans-" σημαίνει "μέσα από" και "gredi" προέρχεται από το "gradus", που σημαίνει "βήμα". Έτσι, η λέξη υποδηλώνει την έννοια της "παραβίασης" ή "υπέρβασης ενός βήματος".