Το "transgresor" είναι ουσιαστικό και επίθετο.
/ˌtɾansɡɾeˈsoɾ/
Η λέξη "transgresor" αναφέρεται σε κάποιον ή κάτι που παραβιάζει νόμους, κανονισμούς ή ηθικούς κανόνες. Χρησιμοποιείται συχνά στον νομικό τομέα για να περιγράψει άτομα ή οργανισμούς που ενδέχεται να παραβιάζουν τη νομοθεσία. Η συχνότητα χρήσης της είναι σχετικά υψηλή στον νομικό τομέα και στο γραπτό λόγο, αλλά μπορεί να χρησιμοποιηθεί και στον προφορικό λόγο, ιδίως σε περιπτώσεις συζητήσεων ή αναφορών σε παραβάσεις.
Ο παραβάτης θα αντιμετωπίσει νομικές συνέπειες.
Es un transgresor de normas sociales.
Είναι παραβάτης κοινωνικών κανόνων.
Los transgresores de la ley deben ser castigados.
Η λέξη "transgresor" χρησιμοποιείται σπάνια σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά ακολουθούν ορισμένα παραδείγματα χρησιμοποιώντας την:
Ένας παραβάτης στην τέχνη (αναφέρεται σε καλλιτέχνες που σπάνε τα παραδοσιακά σύνορα).
Vive como un transgresor y nunca te arrepentirás.
Ζήσε σαν παραβάτης και ποτέ μην το μετανιώσεις.
Cada transgresor tiene su propia historia.
Η λέξη "transgresor" προέρχεται από το λατινικό "transgressor", που σημαίνει "αυτός που περνά από πέρα" ή "παραβάτης", από τη ρίζα "transgredi", που σημαίνει "παραβαίνω, περνώ πέρα από".
Συνώνυμα: - infractor (παραβάτης) - quebrantador (απαγορευτής)
Αντώνυμα: - cumplidor (συμμορφωτής) - respetuoso (σεβαστικός)