transigir - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

transigir (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Το "transigir" είναι ρήμα.

Φωνητική μεταγραφή

Η φωνητική μεταγραφή στα διεθνές φωνητικό αλφάβητο (IPA) είναι: /transiˈɡiɾ/

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Η λέξη "transigir" μπορεί να μεταφραστεί στα Ελληνικά ως: - Συμβιβάζομαι - Συμφιλιώνομαι - Υποχωρώ

Σημασία

Η λέξη "transigir" αναφέρεται στη διαδικασία του συμβιβασμού ή της υποχώρησης σε μια διαφωνία ή διαμάχη. Χρησιμοποιείται σε νομικά και γενικά πλαίσια, και εκφράζει την ιδέα της επίτευξης μιας συμφωνίας κατά την οποία οι πλευρές αποδέχονται ορισμένες παραχωρήσεις. Η χρήση του σε γραπτό λόγο είναι συνήθως πιο συχνή, αν και ακούγεται και σε προφορικό λόγο.

Παραδειγματικές προτάσεις

  1. Los abogados decidieron transigir para evitar un largo juicio.
    (Οι δικηγόροι αποφάσισαν να συμβιβαστούν για να αποφύγουν μια μακρά δίκη.)

  2. En la reunión, ambos lados acordaron transigir en algunos puntos clave.
    (Στη συνάντηση, και οι δύο πλευρές συμφώνησαν να συμβιβαστούν σε ορισμένα κρίσιμα σημεία.)

Ιδιωματικές εκφράσεις

Η λέξη "transigir" χρησιμοποιείται επίσης σε ορισμένες ιδιωματικές εκφράσεις στα Ισπανικά:

  1. Transigir con el destino.
    (Να συμβιβαστείς με το πεπρωμένο.)

  2. No me gusta transigir en mis principios.
    (Δεν μου αρέσει να συμβιβάζομαι στις αρχές μου.)

  3. Es difícil transigir cuando se trata de principios morales.
    (Είναι δύσκολο να συμβιβαστείς όταν πρόκειται για ηθικές αρχές.)

  4. A veces hay que aprender a transigir para mantener la paz.
    (Κάποιες φορές πρέπει να μάθεις να συμβιβάζεσαι για να διατηρήσεις την ειρήνη.)

Ετυμολογία

Η λέξη "transigir" προέρχεται από το λατινικό "transigere", που σημαίνει "να περάσεις μέσα από κάτι" ή "να επιτύχεις μια συμφωνία". Η ρίζα "trans-" σημαίνει "μέσω" ή "δια" και "igere" σημαίνει "να κάνω" ή "να παρεμβαίνω".

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα: - Conciliar (συμφιλιώνω) - Negociar (διαπραγματεύομαι)

Αντώνυμα: - Persistir (επιμένω) - Rechazar (αρνούμαι)



23-07-2024