Το "transistor" είναι ουσιαστικό.
Η φωνητική μεταγραφή του "transistor" σύμφωνα με το διεθνές φωνητικό αλφάβητο (IPA) είναι /trænˈzɪstər/.
Η λέξη "transistor" μεταφράζεται στα ελληνικά ως "τρανζίστορ".
Το "transistor" αναφέρεται σε ένα ηλεκτρονικό εξάρτημα που χρησιμοποιείται για την ενίσχυση ή την εναλλαγή ηλεκτρικών σημάτων. Τα τρανζίστορ είναι θεμελιώδη στοιχεία σε ηλεκτρονικές συσκευές και χρησιμοποιούνται ευρέως στον τομέα της ραδιοφωνίας και της πληροφορικής. Τα τρανζίστορ είναι συνήθως πιο συχνά χρησιμοποιούμενα στον γραπτό λόγο, κυρίως σε τεχνικά κείμενα, αλλά επίσης χρησιμοποιούνται και στον προφορικό λόγο.
Η ραδιοφωνία χρησιμοποιεί ένα τρανζίστορ για να ενισχύσει το σήμα.
Los ingenieros han desarrollado nuevos tipos de transistores.
Οι μηχανικοί έχουν αναπτύξει νέες τύπους τρανζίστορ.
El transistor es fundamental en el funcionamiento de muchos dispositivos electrónicos.
Η λέξη "transistor" δεν χρησιμοποιείται συχνά σε ιδιωματικές εκφράσεις λόγω του τεχνικού της χαρακτήρα, ωστόσο μπορεί να διατυπωθούν κάποιες προτάσεις που δείχνουν τη σημασία της:
Το τρανζίστορ έχει επαναστατήσει τον τρόπο που μεταδίδουμε πληροφορίες.
Sin el transistor, la tecnología moderna no sería la misma.
Χωρίς το τρανζίστορ, η σύγχρονη τεχνολογία δεν θα ήταν η ίδια.
Cada vez que escuchamos música en un dispositivo, los transistores hacen su trabajo.
Η λέξη "transistor" προέρχεται από την αγγλική γλώσσα, όπου συνδυάζει τις λέξεις "trans" (μεταφορά) και "resistor" (αντίσταση), υποδηλώνοντας τη λειτουργία του ως στοιχείο που μεταφέρει ηλεκτρικά σήματα με αντίσταση.
Συνώνυμα: - Ενισχυτής (amplificador) - Διακόπτης (interruptor)
Αντώνυμα: - Είναι δύσκολο να βρεθούν ακριβή αντώνυμα του "transistor", καθώς είναι ειδικευμένος όρος που δεν έχει άμεσες αντιθέσεις στο τεχνικό πεδίο. Ωστόσο, σε γενικές γραμμές, μπορεί να θεωρηθεί ότι το "έσοδο" (entrada) μπορεί να είναι αντίθετο του "έξοδου" (salida) σε ίδιες ηλεκτρονικές εφαρμογές.