transitable - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

transitable (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Transitable είναι ένα επίθετο.

Φωνητική μεταγραφή

Η φωνητική μεταγραφή στο διεθνές φωνητικό αλφάβητο είναι: /tɾansitaβle/

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία της λέξης

Η λέξη transitable χρησιμοποιείται στη γλώσσα ισπανικά για να περιγράψει κάτι που μπορεί να διαπεραστεί ή να διασχιστεί, όπως δρόμοι, χώρος ή οχήματα. Συνήθως χρησιμοποιείται σε συμφραζόμενα που αναφέρονται στη δυνατότητα προσπέλασης ή διακίνησης. Ανήκει σε ένα γενικό λεξιλόγιο και έχει καλή συχνότητα χρήσης, τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, αν και είναι πιο συχνά συνδεδεμένη με τεχνικές ή επιστημονικές συζητήσεις.

Παραδείγματα προτάσεων

  1. Esta calle es transitable solo durante el verano.
    (Αυτή η οδός είναι διαπερατή μόνο κατά την καλοκαιρινή περίοδο.)

  2. Asegúrate de que el camino sea transitable antes de poner en marcha el vehículo.
    (Βεβαιώσου ότι ο δρόμος είναι προσβάσιμος πριν ξεκινήσεις το όχημα.)

  3. El puente es transitable para peatones y bicicletas.
    (Η γέφυρα είναι προσβάσιμη για πεζούς και ποδήλατα.)

Ιδιωματικές εκφράσεις

Η λέξη transitable χρησιμοποιείται λιγότερο συχνά σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να φέρει μερικές περιπτώσεις που σχετίζονται με τη μεταφορά ή την κινητικότητα.

  1. Un camino transitable a la solución.
    (Ένας διαπερατός δρόμος προς τη λύση.)

  2. La información transitable es esencial en la toma de decisiones.
    (Η μεταβιβάσιμη πληροφορία είναι ουσιώδης στη λήψη αποφάσεων.)

  3. Deben asegurarse de que los caminos sean transitables para el rescate.
    (Πρέπει να διασφαλίσουν ότι οι δρόμοι είναι προσβάσιμοι για τη διάσωση.)

Ετυμολογία της λέξης

Η λέξη transitable προέρχεται από το λατινικό transitabilis, που σημαίνει «αυτό που μπορεί να διασχίζεται». Το «trans» σημαίνει «διαμέσου» και το «itabilis» «πορεία» ή «περπατητός».

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα: - Accesible (προσιτός) - Caminable (πεζοδρομήσιμος)

Αντώνυμα: - Inaccesible (μη προσιτός) - Intransitable (δυσδιάβατος)



23-07-2024