Το "transitar" είναι ρήμα.
[trahn-si-'tar]
Η λέξη "transitar" χρησιμοποιείται στη γλώσσα Ισπανικών για να περιγράψει την ενέργεια του να περνάς ή να διασχίζεις έναν χώρο ή μια διαδρομή. Είναι συχνά χρησιμοποιούμενη σε διαφορετικά πλαίσια, όπως κυκλοφορία ή καθημερινές δραστηριότητες. Η συχνότητα χρήσης της είναι υψηλή, τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο.
Τα αυτοκίνητα διασχίζουν τον δρόμο με μεγάλη ταχύτητα.
Es importante transitar con precaución en áreas con mucha gente.
Η λέξη "transitar" μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις που σχετίζονται με το πέρασμα ή τη διαδικασία μετακίνησης.
Η διάσχιση δύσκολων δρόμων μπορεί να ενισχύσει τον χαρακτήρα.
En la vida, todos transitamos por momentos buenos y malos.
Στη ζωή, όλοι περνάμε από καλές και κακές στιγμές.
A veces, es necesario transitar nuevas rutas para encontrar soluciones.
Μερικές φορές, είναι απαραίτητο να διασχίσουμε νέες διαδρομές για να βρούμε λύσεις.
Cuando transitamos por problemas, aprendemos lecciones valiosas.
Η λέξη "transitar" προέρχεται από το λατινικό "transitāre", που σημαίνει "διασχίζω" ή "περνώ".
Αυτή η ανάλυση παρέχει μια ολοκληρωμένη εικόνα της λέξης "transitar", των χρήσεών της και των εκφράσεων που την περιβάλλουν.